ΔΙΑΛΟΓΟΣ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ

BRexit: Επιχειρηματική «ηρεμία» πριν την εμπορική «καταιγίδα»

ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ, Νοέμβριος 2016, Δημήτριος Πόγκας

Για τους πολιτικούς, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στο Ηνωμένο Βασίλειο για την έξοδο της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση (η οποία έχει κωδικοποιηθεί ως BRexit) ενεργοποίησε μία μεγάλη κινητικότητα προκειμένου να «καταληφθούν» οι θέσεις ισχύος ενόψει της επικείμενης διαπραγμάτευσης των όρων αποχώρησης του κράτος από την Ε.Ε. Αντιθέτως, ο επιχειρηματικός κόσμος της Ευρώπης δείχνει να τηρεί μία στάση αναμονής· τουλάχιστον για την ώρα.

Οι εμπορικές σχέσεις που θα έχουν τα δύο μέρη αναμένεται να αποτελέσουν ένα από τα σημαντικότερα πεδία αντιπαράθεσης στις επικείμενες διαπραγματεύσεις, καθώς η ελεύθερη πρόσβαση στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά – που ζητά η βρετανική κυβέρνηση – προσκρούει στην συνδεδεμένη ελεύθερη μετακίνηση πολιτών και την ελεύθερη εργασιακή «μετανάστευση» – η παρεμπόδιση των οποίων απετέλεσε κύριο επιχείρημα της καμπάνιας των υποστηρικτών του «Leave» πριν τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση ως σύνολο αποτελεί αυτή την στιγμή τον σημαντικότερο εμπορικό εταίρο της Μεγάλης Βρετανίας με διαφορά, μάλιστα, από τις δεύτερες Ηνωμένες Πολιτείες. Τα στοιχεία της Εθνικής Υπηρεσίας Στατιστικών της Βρετανίας δείχνουν πως για την περίοδο 1999-2015 ο συνολικός όγκος συναλλαγών μεταξύ των δύο μερών ξεπέρασε τα 7 τετράκις εκατομμύρια λίρες, ποσοστό που ξεπερνά το 50% των συνολικών εμπορικών συναλλαγών της Μεγάλης Βρετανίας παγκοσμίως. Ενδεικτικά, στη δεύτερη θέση βρίσκονται οι Ηνωμένες Πολιτείες με 1,9 τετράκις εκατομμύρια λίρες (ποσοστό 13,6%).

Εξίσου σημαντικό είναι και το επίπεδο των διμερών εμπορικών συναλλαγών της Βρετανίας με τα κράτη-μέλη της Ε.Ε., καθώς συνολικά 8 κράτη-μέλη βρίσκονται μέσα στην πρώτη δεκάδα χωρών προορισμού των βρετανικών εξαγωγών.

Αντιστοίχως, η Ευρωπαϊκή Ένωση ως σύνολο είναι ο μεγαλύτερος προμηθευτής προϊόντων και υπηρεσιών της Βρετανίας, με το 53% σχεδόν των βρετανικών εισαγωγών (ένα ποσό που προσεγγίζει τα 3,8 τετράκις εκατομμύρια λίρες για την περίοδο 1999-2015), να προέρχονται από το ευρωπαϊκό «μπλοκ».

Όπως και ολόκληρη η διαδικασία της αποχώρησης της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι επιπτώσεις της απόφασης αυτής στις εμπορικές σχέσεις μεταξύ των δύο μερών (και σε παγκόσμιο επίπεδο στην πραγματικότητα) είναι ακόμη δύσκολο να αναλυθούν πλήρως, όπως δύσκολο είναι και το να προβλεφθεί το είδος της συμφωνίας εμπορικής συνεργασίας που θα συνάψουν οι δύο πλευρές.

«Αυτήν την στιγμή υπάρχουν περισσότερα ερωτηματικά γύρω από το BRexit, παρά βεβαιότητες», ανέφερε ο εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Μαργαρίτης Σχοινάς, σε κλειστή συνάντηση με αντιπροσωπεία νέων Ελλήνων και Γερμανών δημοσιογράφων που συμμετέχουν σε αποστολή του πολιτικού ιδρύματος Konrad Adenauer Stiftung Athen στις Βρυξέλλες.

«Η Βρετανία θα πρέπει να εμπλακεί σε 3 διαφορετικές διαπραγματεύσεις: την ενεργοποίηση του Άρθρου 50 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την οργάνωση του ‘διαζυγίου’· τις σχέσεις που θα έχει με τους υπόλοιπους 27 πρώην εταίρους της μετά το ‘διαζύγιο’ σε σχέση με το εμπόριο, την τελωνειακή ένωση και άλλα θέματα· και τέλος τις εμπορικές σχέσεις με τις 140 χώρες που η Ε.Ε. έχει ήδη συμφωνίες».

Με την αποχώρησή της από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η Βρετανία ουσιαστικώς χάνει την ελεύθερη πρόσβαση (χωρίς δασμούς και τελωνειακά τέλη) στην κοινή αγορά που περιλαμβάνει τα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τις Ισλανδία, Λιχτενστάιν και Νορβηγία, μέσω του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, και την Ελβετία μέσω ειδικής διμερούς συμφωνίας.

Το επίδικο πλέον είναι το είδος της εμπορικής συμφωνίας που θα συνάψουν Ευρωπαϊκή Ένωση και Ηνωμένο Βασίλειο στην «επόμενη ημέρα» του BRexit και κατά πόσον αυτή θα είναι αμοιβαίως επωφελής.

«Η ένταξη στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο ή μία συμφωνία τύπου Ελβετίας είναι εκτός ‘κάδρου’, καθώς και τα δύο συμπεριλαμβάνουν την ελεύθερη μετακίνηση ανθρώπων μεταξύ των συνόρων και ο βρετανικός λαός έχει εκφρασθεί εναντίον της», αναφέρει η Έρικα Κάρλσον, αναλύτρια στην PwC Europe με έδρα την Ολλανδία.

«Το πιο πιθανό σενάριο είναι μία ‘γκρίζα ζώνη’ μεταξύ μίας συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου (FTA) και μίας εναλλακτικής τύπου κανονισμών του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Σε αυτή την περίπτωση οι δασμοί θα αυξηθούν στα επίπεδα του Πλέον Ευνοούμενου Εμπορικού Εταίρου, κάτι που μπορεί να επηρεάσει τις εμπορικές ροές», προσθέτει.

Η Βρετανίδα πρωθυπουργός Τερήζα Μαίυ, έχει προαναγγείλει ότι η χώρα της θα ενεργοποιήσει το Άρθρο 50 – την μόνη νόμιμη οδό αποχώρησης της Βρετανίας από την Ένωση – τον Μάρτιο του 2017, ωστόσο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θέλει να επιταχυνθούν οι διαδικασίες ώστε τα δύο χρόνια διαπραγματεύσεων να ολοκληρωθούν πριν τις επόμενες Ευρωεκλογές του 2019. Σε ό,τι αφορά σε μία πλήρη εμπορική συμφωνία, ωστόσο, σύμφωνα με ανάλυση της PwC Europe, η εμπειρία άλλων αντίστοιχων συμφωνιών, όπως η CETA μεταξύ Ε.Ε. και Καναδά που χρειάστηκε 7 χρόνια προκειμένου να ολοκληρωθεί, δείχνει ότι αυτή θα μπορούσε να ολοκληρωθεί σε μία περίοδο από πέντε έως και δέκα χρόνων μετά την απόσχιση της Βρετανίας από την Ε.Ε. Στο χειρότερο σενάριο δηλαδή το 2019.

Και μπορεί οι προβλέψεις αυτές να κινούνται περισσότερο στη «σφαίρα» των εικασιών, καθώς τα πάντα θα κριθούν από τις διετείς διαπραγματεύσεις για την ολοκλήρωση του BRexit, η ίδια η επιχειρηματική δημόσια σφαίρα της Ευρώπης φαίνεται πως παρακολουθεί μεν προσεκτικά τις εξελίξεις αλλά παραμένει επιφυλακτική στο να προχωρήσει σε πρόωρες κινήσεις.

«Γενικώς οι γερμανικές επιχειρήσεις εξετάζουν τις επιλογές τους και τι μπορούν να κάνουν ώστε να εξασφαλίσουν όσο το δυνατόν περισσότερο τις δραστηριότητές τους», αναφέρει ο Διευθυντής και Μέλος ΔΣ του Βρετανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου στην Γερμανία, Αντρέας Μέγερ-Σβίγκερατ.

«Μελετούν τα θέματα που αναμένεται να προκύψουν και προετοιμάζονται για μία περίοδο αβεβαιότητας. Δεν υπάρχουν ωστόσο μέχρις στιγμής βήματα προς κάποια κατεύθυνση. Θα εξαρτηθεί από τις διαπραγματεύσεις και είναι ακόμη πολύ νωρίς για να προβλεφθεί κάποιο αποτέλεσμα», συμπληρώνει.

Σύμφωνα με το Ομοσπονδιακό Στατιστικό Γραφείο της Γερμανίας, η Βρετανία είναι ο τρίτος μεγαλύτερος προορισμός των γερμανικών εξαγωγών μετά τις ΗΠΑ και την Γαλλία (89 δισ. ευρώ το 2015), ενώ οι εμπορικές σχέσεις της με την Βρετανία αντιπροσωπεύουν για την Γερμανία το τρίτο καλύτερο εμπορικό ισοζύγιο μετά από τις ΗΠΑ και Πολωνία (με πλεόνασμα 50 δισ. ευρώ το 2015).

«Αυτό που επιχειρούν να κάνουν οι εξαγωγικές γερμανικές επιχειρήσεις είναι να ασκηθεί πίεση στις πολιτικές ηγεσίες και των δύο πλευρών ώστε να επιτευχθεί μία συμφωνία που θα επιτρέψει να παραμείνει η εμπορική δραστηριότητα όσο το δυνατόν περισσότερο στα ίδια επίπεδα. Σαν να έχει παραμείνει η Βρετανία στην Ευρωπαϊκή Ένωση», τονίζει ο Αλέξανδρος Κρητικός, Διευθυντής Ερευνών για την Επιχειρηματικότητα στο Γερμανικό Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών στο Βερολίνο και Καθηγητής Βιομηχανικής και Θεσμικής Οικονομικής στο Πανεπιστήμιο του Πότσνταμ.

«Όσο όμως δεν έχει ξεκινήσει ακόμη η διαπραγμάτευση για το BRexit και όσο η βρετανική κυβέρνηση δεν είναι ξεκάθαρη για το πότε θα εκκινήσει η διαδικασία, οι επιχειρήσεις δεν είναι σε θέση να κάνουν αποτελεσματικές κινήσεις».

Το Γερμανικό Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών θεωρείται ότι επηρεάζει την αντίληψη της ίδιας της γερμανικής κυβέρνησης σχετικά με την οικονομική πολιτική, ωστόσο ο Αλέξανδρος Κρητικός αν και αποφεύγει να μιλήσει εξ ονόματος των επιθυμιών της σχετικά με το BRexit, αναφέρει πως «η γερμανική κυβέρνηση θα επιθυμούσε μάλλον μία κατεύθυνση τύπου Νορβηγίας», ενώ αναρωτιέται «σε ποιο βαθμό θα επιχειρούσε (σσ. η γερμανική κυβέρνηση) να αναβάλει την όλη διαδικασία, ώστε η κατάσταση να παραμείνει ως έχει».

Αναλύοντας τα διαθέσιμα δεδομένα, τα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης χωρίζονται κατά βάση σε δύο ομάδες κρατών, σε ό,τι τουλάχιστον αφορά στις εμπορικές σχέσεις τους με την Βρετανία. Από την μία, στους μεγάλους εμπορικούς εταίρους, την Γερμανία ακολουθούν χώρες όπως η Γαλλία (7,7% των συνολικών εισαγωγών για το 1999-2015), η Ολλανδία (6,5%) ή η Ισπανία (4,9%). Από την άλλη, υπάρχει μία ομάδα χωρών με μικρό όγκο μεν με υψηλούς ρυθμούς δε διμερών εμπορικών σχέσεων με την Βρετανία. Για τον επιχειρηματικό κόσμο χωρών όπως η Σλοβακία (19,8% σωρευτικό ρυθμό ανάπτυξης των εξαγωγών της προς την Βρετανία την περίοδο 1999-2015), η Κροατία (16,2%), η Πολωνία (15,6%) ή η Τσεχία (12,8%), το BRexit και ο αντίκτυπός του στις εμπορικές συναλλαγές αντιμετωπίζεται αν με ακόμη περισσότερη «ψυχραιμία», στα όρια της «αδιαφορίας». Και αυτό παρότι η πτώση της λίρας μετά το αποτέλεσματα του δημοψηφίσματος ενδέχεται να οδηγήσει σε υποτίμηση των εθνικών νομισμάτων (πχ. ζλότυ, κορώνα), προκειμένου να αντισταθμιστεί ο αντίκτυπος στο εμπορικό ισοζύγιο από τις περισσότερο πλέον ανταγωνιστικές βρετανικές εξαγωγές.

«Αυτήν την στιγμή υπάρχει μία αβεβαιότητα λόγω της άνευ προηγουμένου κατάστασης και τον αντίκτυπο από το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών. Ωστόσο, θεωρούμε ότι το BRexit θα έχει περιορισμένες επιπτώσεις στην οικονομία και τις επιχειρήσεις μας», τονίζει ο επικεφαλής του Τμήματος Προώθησης Εμπορίου και Επενδύσεων της Πρεσβείας της Πολωνίας στις Βρυξέλλες, Καμίλ Οτσμάνσκι, με χώρες ευθύνης το Βέλγιο και τις Βρυξέλλες.

«Το Ηνωμένο Βασίλειο αποτελεί τον δεύτερο μεγαλύτερο εμπορικό μας εταίρο, μετά την Ευρωπαϊκή Ένωση χωρίς το Ηνωμένο Βασίλειο, εν τούτοις το επίπεδο των εξαγωγών και των εισαγωγών είναι σχετικά χαμηλό: 6,8% και 2,9% από τον συνολικό όγκο παγκοσμίως για το 2015. Περιορισμένο είναι και το μερίδιό μας στην προστιθέμενη αξία που προέρχεται από την Πολωνία σε τελικά προϊόντα που εξάγονται προς την Βρετανία».

Από την πλευρά του, ο Γέρζυ Μπάρτοζικ, επικεφαλής του αντίστοιχου Τμήματος της Πρεσβείας της Πολωνίας στο Λονδίνο αναφέρει σε ηλεκτρονική του επικοινωνίας ότι μετά το δημοψήφισμα αν και «δεν παρατηρείται κάποια ιδιαίτερη αντίδραση από τις πολωνικές εταιρείες», αυτές «είναι πρόθυμες να ισχυροποιήσουν τις εμπορικές σχέσεις τους με τις βρετανικές επιχειρήσεις λόγω της συγκεχυμένης ‘εικόνας’ μετά το BRexit. Όσοι έχουν ήδη αποφασίσει να επενδύσουν ή να δημιουργήσουν μία μόνιμη παρουσία στην Βρετανία θα πρέπει να το πράξουν σύντομα, εντός των ρυθμίσεων της κοινής αγοράς, υποθέτοντας ορθώς ότι αυτές θα διατηρηθούν και μετά το BRexit».

Xαμηλό αντίκτυπο αναμένει το Οικονομικό Επιμελητήριο της Κροατίας, εξαιτίας του χαμηλού ύψους εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των δύο χωρών: οι κροατικές εξαγωγές προς την Μεγάλη Βρετανία το 2015 έφθασαν στα 204,4 εκατ. ευρώ, φέρνοντας την Βρετανία στην 11η θέση ανάμεσα στις χώρες προορισμού των κροατικών προϊόντων και υπηρεσιών με 1,8%.

«Προς το παρόν, δεν είναι γνωστό εάν θα υπάρξει ένα ‘βελούδινο’ ή ένα ‘δύσκολο’ BRexit […] και αναμένουμε να δούμε με ποιον τρόπο οι μελλοντικές διαπραγματεύσεις θα ρυθμίσουν τη σχέση μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ηνωμένου Βασιλείου και αντιστοίχως τη μελλοντική σχέσης της Κροατίας με το Ηνωμένο Βασίλειο», αναφέρει η επίσημη θέση του Επιμελητηρίου.

Δεν είναι όμως μόνο τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που επηρεάζονται (ή που δεν, όπως έγινε εμφανές προηγουμένως) από το BRexit. Είναι και η ίδια η Βρετανία.

«Το Ηνωμένο Βασίλειο χρειάζεται την Ευρωπαϊκή Ένωση εξαιτίας του ύψους των εμπορικών σχέσεων και των υπηρεσιών που ανταλλάσσονται. Η Ε.Ε. είναι με διαφορά η πιο συναφής εμπορική σχέση της Βρετανίας», τονίζει ο Καθηγητής Κέβιν Φήδερστοουν, Επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου στη Σχολή Οικονομικών του Λονδίνου.

Μία σημαντική μερίδα των βρετανικών επιχειρήσεων φαίνεται πως έχει αποδεχθεί ότι το BRexit θα γίνει πραγματικότητα και ως πραγματικοί μπίζνεσμεν κοιτούν μόνο την επόμενη ημέρα: «Ήταν ένα σοκ, δεν μας άρεσε, άλλα πρέπει να προχωρήσουμε», υπογράμμισε χαρακτηριστικά ο Τόμας Σπίλλερ, Πρόεδρος του Βρετανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου στο Βέλγιο, σε μία ανοικτή συζήτηση μεταξύ Βρετανών και Τσέχων Ευρωβουλευτών που διοργάνωσαν στις Βρυξέλλες το τσέχικο Ινστιτούτο για την Πολιτική και την Κοινωνία και το Ευρωπαϊκό Φιλελεύθερο Φόρουμ.

«Εξαιτίας του μεγέθους του πληθυσμού, των υπηρεσιών, των υποδομών, των ψηφιακών πολιτικών, η Βρετανία θα παραμείνει ότι και αν συμβεί ένας πολύ ελκυστικός προορισμός και ένα περιφερειακό ‘hub’ για πολλούς τομείς στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Βρετανία μπορεί να φεύγει από την Ε.Ε., αλλά δεν φεύγει από την Ευρώπη. ‘Καθόμαστε’ πάνω σε δισεκατομμύρια επενδύσεων και το ερώτημα είναι που να τα τοποθετήσουμε. Ρωσία, Βραζιλία, Τουρκία, Μέση Ανατολή δεν είναι καλές επιλογές πλέον», τόνισε μάλλον επιδεικτικά ο Σπίλλερ. Συμπλήρωσε, πάντως, πως οι βρετανικές επιχειρήσεις θέλουν να δουν μία συμφωνία που «θα διατηρήσει την ελεύθερη μετακίνηση των ανθρώπων και την πρόσβαση στην κοινή αγορά», αλλά και μία συμφωνία που «θα προωθήσει την καινοτομία».

Η Ευρωπαϊκή Ένωση μπαίνει ίσως πιο βαθειά από ποτέ στο «σταυροδρόμι» δοκιμασίας της συνοχής και του μέλλοντός της. Μπορεί η πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Βρετανίας που προβλέπει ότι η απόφαση για αίτημα αποχώρησης από την Ε.Ε. θα πρέπει να περάσει μέσα από την Βουλή των Κοινοτήτων – στην οποία η πλειοψηφία διαμορφώνεται ως φιλοευρωπαϊκή, ωστόσο όλοι οι συνομιλητές μας συμφωνούν στο ότι το BRexit είναι πλέον μη αναστρέψιμο. Μπορεί να χρειαστεί μέχρι και μία δεκαετία προκειμένου Ε.Ε. και Βρετανία να φθάσουν σε μία συμφωνία που θα καλύψει τις εμπορικές συναλλαγές των δύο οικονομιών, ωστόσο όλοι φαίνεται να αναγνωρίζουν – στην επιφάνεια τουλάχιστον – την ανάγκη για μία διευθέτηση αμοιβαίως επωφελή που θα διατηρήσει τον όγκο της εμπορικής δραστηριότητας στα ίδια επίπεδα και θα διασφαλίσει την σταθερότητα αν όχι την ανάπτυξη των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων και παραγωγικών μονάδων.

Share Button