ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ
Η δύσκολη νέα αρχή του ελληνικού τουρισμού (1)
Katia Antoniadi
Προκλήσεις και νέες στρατηγικές για την εποχή μετά την κρίση
Στον πεζόδρομο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, στο ύψος της εισόδου του νέου Μουσείου της Ακρόπολης, συναντιούνται καθημερινά γκρουπ τουριστών από κάθε γωνιά του πλανήτη. Ιάπωνες, με τελευταίας τεχνολογίας φωτογραφικές μηχανές που παίρνουν φωτιά σε κάθε «κλικ», Αμερικανοί που παζαρεύουν τις χαρτονένιες καρικατούρες των πλανόδιων πωλητών, καλοβαλμένες οικογένειες Bορειοευρωπαίων που «επεξεργάζονται» τα πλαστικά τσολιαδάκια στα παρακείμενα καταστήματα τουριστικών ειδών… Ανάμεσα σ’ όλους αυτούς, οι απαραίτητοι ξεναγοί των ελληνικών τουριστικών γραφείων, που ιδρώνουν κάτω από τις υψηλές -παρότι χρόνια μαθημένοι σ’ αυτές- θερμοκρασίες του φετινού Οκτώβρη.
«Οι περισσότεροι τουρίστες που ξεναγούμε αδυνατούν να καταλάβουν πού ακριβώς βρίσκεται αυτή η περιβόητη “κρίση”. Βλέπουν τους δρόμους γεμάτους κόσμο, τα μαγαζιά ανοιχτά και περιποιημένα τους νέους να πίνουν ανέμελοι καφέ στις πλατείες… Και δεν σταματούν να ρωτούν. Τι να τους εξηγήσεις; Ότι η κρίση βρίσκεται φωλιασμένη στο μυαλό μας; Ότι τρομοκρατεί το πορτοφόλι και τη σκέψη μας;». Η Λιάνα είναι 33 χρονών, μιλάει τρεις ξένες γλώσσες και δουλεύει ως ξεναγός τα τελευταία δύο χρόνια. Ποτέ δεν πληρωνόταν όσο θα άξιζαν οι σπουδές και το μεράκι της, -λέει με νόημα- αλλά μετά και τα αρνητικά προγνωστικά του περασμένου Απριλίου, που προέβλεπαν τεράστια μείωση στις αφίξεις τουριστών και την πληρότητα των καταλυμάτων, η αμοιβή της συρρικνώθηκε κατά το ήμισυ. «Και να φανταστείς ότι εμείς, οι ξεναγοί, είμαστε απλά το κερασάκι στην τούρτα της σαρωτικής κρίσης που έπληξε τον ελληνικό τουρισμό» παρατηρεί.
Η κρίση που ξέσπασε το 2008 αποδείχθηκε ασυνήθιστα μεγάλης έντασης –αλλά και διάρκειας. Αν και πυροδοτήθηκε το 2008 στις Η.Π.Α., εξαπλώθηκε µε αξιοσημείωτη ταχύτητα στον υπόλοιπο κόσμο. Όπως ήταν αναμενόμενο, ο ελληνικός τουρισμός, που τόσο εξαρτάται από τη διεθνή οικονομία, δέχθηκε ισχυρό πλήγμα.
Πτώση στα πάντα
Η Ελλάδα ανέκαθεν χαρακτηριζόταν ως παραδοσιακός προορισμός διακοπών, έχουσα εντυπωσιακή δυναμικότητα σε κλίνες (κύρια και συμπληρωματικά καταλύματα, νόμιμα και παράνομα), που μέχρι πρόσφατα άγγιζε το ένα εκατομμύριο. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια, ωστόσο, η τουριστική βιομηχανία της χώρας αντιμετωπίζει τα αυξανόμενα προβλήματα που το ωστικό κύμα της κρίσης έφερε μέχρι τις ελληνικές ακτογραμμές: μειωμένες κρατήσεις, πληρότητα που δεν ξεπερνά το 75%, περιορισμένες αφίξεις από «παραδοσιακούς» ευρωπαϊκούς επισκέπτες (Μ. Βρετανία, Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ολλανδία), αυξημένοι φόροι, all inclusive παροχές των μεγάλων ξενοδοχειακών μονάδων και πολλά άλλα. Άλλωστε, οι τουρίστες επιλέγουν πια πιο προσιτούς προορισμούς. Οι παραλιακές πόλεις της γειτονικής Τουρκίας παρέχουν ό,τι και τα ελληνικά νησιά και, μάλιστα, στη μισή τιμή.
Και αυτό το καλοκαίρι, παρά τις ενδόμυχες προσδοκίες, η τουριστική βιομηχανία κατέγραψε μεγάλη μείωση. Πτώση κατά 3,1% σημείωσαν οι αφίξεις τουριστών προς την Ελλάδα κατά το πρώτο οκτάμηνο του 2012 -παρότι τα δείγματα των αρχών του έτους από την Τράπεζα της Ελλάδας έδειχναν μείωση έως και 6%. Οι τουριστικές εισπράξεις κατέγραψαν επίσης πτώση της τάξεως του 10% λόγω των μειωμένων αφίξεων και, φυσικά, λόγω της μειωμένης (κατά 1,2%) μέσης κατά ταξίδι δαπάνης. Όπως τονίζουν οι ίδιοι οι ξενοδόχοι, η τουριστική περίοδος συρρικνώθηκε αισθητά, καλύπτοντας με Δυσβ?σταχτο το ζόρι μόνο την καρδιά της τουριστικής περιόδου -δηλαδή το χρονικό διάστημα από 10 Ιουλίου μέχρι 30 Αυγούστου. Αξιοσημείωτο είναι ότι ακόμα και μέσα σε αυτό το “συμπιεσμένο” χρονικό διάστημα, οι πληρότητες στα ξενοδοχεία δεν άγγιξαν το 100%. Στις περισσότερες τουριστικές περιοχές έφτασαν έως και το 75%, λόγω των σημαντικών εκπτώσεων στις τιμές των δωματίων.
Ιδιαίτερα τα ξενοδοχεία της Αθήνας αλλά και της ευρύτερης περιοχής της Αττικής έζησαν πιο έντονα την κρίση στη “βαριά” βιομηχανία της χώρας: οι περισσότεροι επιχειρηματίες είδαν σημαντική πτώση στις αφίξεις, την πληρότητα και στον τζίρο, παρά τη σημαντική μείωση της μέσης τιμής των δωματίων. Συνολικά τα τέσσερα τελευταία χρόνια, δηλαδή από το 2008 μέχρι σήμερα, η πτώση του τζίρου έχει ξεπεράσει το 50% για τα κεντρικά ξενοδοχεία της Αθήνας, με αποτέλεσμα η Ένωση Ξενοδόχων Αθηνών-Αττικής να κάνει λόγο για «κατάσταση τραγική» και «μακράν το χειρότερο καλοκαίρι» των τελευταίων ετών. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία που συγκεντρώνει η Ένωση σε συνεργασία με την εταιρεία GBR Consulting, η πτώση τον Ιούνιο έφτασε και παρέμεινε σε διψήφιο αριθμό, ενώ απογοητευτικά είναι τα συνολικά αποτελέσματα για το πρώτο εξάμηνο του 2012. Πιο συγκεκριμένα, σημειώνεται πτώση της τάξης του 18,6% όσον αφορά την πληρότητα, ενώ αντίστοιχα η μείωση είναι 6,3% στη μέση τιμή δωματίου. Παράλληλα μεγάλη μείωση 23,7% εμφανίζεται στα έσοδα ανά διαθέσιμο δωμάτιο για τα ξενοδοχεία 2 έως και 5 αστέρων σε σύγκριση με τα αντίστοιχα έσοδα πέρυσι κατά το πρώτο εξάμηνο. “Δραματικά” χαρακτηρίζονται τα στοιχεία που αφορούν τον Ιούνιο (σε σύγκριση με τον ίδιο μήνα το 2011), καθώς καταγράφεται πτώση της τάξης του 21,1% στην πληρότητα και 4,2% στη μέση τιμή δωματίου, ενώ τα έσοδα ανά διαθέσιμο δωμάτιο μειώθηκαν κατά 24%. Με λίγα λόγια, ο πρώτος μήνας του καλοκαιριού, αντί να αντισταθμίσει τις απώλειες που καταγράφηκαν στην αρχή του έτους, παρουσίασε μεγαλύτερη πτώση και επηρέασε αρνητικά τη συνολική εικόνα. Το πρόβλημα με την εγκληματικότητα στους δρόμους του κέντρου της πρωτεύουσας, η συνολική εικόνα της Ελλάδος στο εξωτερικό, οι συνεχείς διαδηλώσεις, οι «γενναίοι» φόροι αεροδρομίου και, φυσικά, η διευρυμένη κρίση που μαστίζει ολόκληρη την Ευρώπη είναι κάποιοι μόνο από τους λόγους που ο αντίκτυπος στην Αθήνα είναι μεγαλύτερος.
Αξιοποιώντας τα συγκριτικά πλεονεκτήματα
Εδώ και κάποια χρόνια η ελληνική τουριστική πολιτική επιδιώκει να ενστερνιστεί την επιλογή για έναν ενσωματωμένο – εναλλακτικό τουρισμό, όπου το κύριο βάρος επικεντρώνεται στον πολιτισμό και το φυσικό περιβάλλον. “Στόχος μας είναι η μεγιστοποίηση του τουριστικού εισοδήματος και η ανάδειξη της Ελλάδας σε παγκόσμια, ισχυρή τουριστική δύναμη”, υποστήριξε η υπουργός Τουρισμού, Όλγα Κεφαλογιάννη, πρόσφατα, στον πρώτο απολογισμό του έργου της νέας διοίκησης του υπουργείου, επισημαίνοντας ότι “Ένας τέτοιος στόχος μπορεί να εξυπηρετηθεί μόνο από ένα νέο εθνικό σχέδιο ανάπτυξης του τουρισμού”.
Το 2008 κατά τη διάρκεια του 1ου Ευρωπαϊκού Συνεδρίου Τουρισμού που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη, εκφράστηκαν για πρώτη φορά έντονα και μαζικά οι σχετικοί προβληματισμοί για το μέλλον του ελληνικού τουρισμού και την ποιότητα του ελληνικού «τουριστικού προϊόντος». Όπως σημείωσε στο συνέδριο ο Νίκος Σκουλάς, πρόεδρος του Minoan International College: «Ο τουρισμός δεν είναι μια ξεκομμένη και αυτόνομη οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα, αλλά αποτελεί μαζί με τους άλλους τομείς ένα ενιαίο παραγωγικό σύμπλεγμα». Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο άρχισε να δημιουργείται μια «λίστα προσδοκιών και απαιτήσεων, η οποία περιλάμβανε μεταξύ άλλων:
*μέτρα που θα ενθαρρύνουν ποιοτικές ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις
*ανάσχεση της ανάπτυξης σε κορεσμένες περιοχές
*βελτιωμένες ειδικές τουριστικές υποδομές
*γενικές υποδομές για προσβασιμότητα
*σύνθετα προγράμματα απασχόλησης ελεύθερου χρόνου
*εναλλακτικές μορφές τουρισμού
*εκ βάθρων αναδιάταξη της τουριστικής παιδείας, εκπαίδευσης και κατάρτισης
*προστασία και ανάδειξη του περιβάλλοντος και του πολιτισμού
Η ενδυνάμωση της συνεργασίας μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα στο θέμα της προώθησης και προβολής του ελληνικού τουρισμού είναι το πεδίο όπου η σημερινή ηγεσία του υπουργείου Τουρισμού θα επιχειρήσει να διαπρέψει. Ο στόχος για το 2013 που έχει τεθεί είναι οι διεθνείς τουριστικές αφίξεις να φτάσουν τα 17 εκατομμύρια. Παράλληλα, μέσα στους μακροπρόθεσμους στόχους που τίθενται και από τους επαγγελματίες του τουρισμού, είναι να ενταχθεί η Ελλάδα και, ειδικότερα, η πρωτεύουσα, στο “χάρτη” του συνεδριακού ή/ και ιατρικού τουρισμού. Τα συνέδρια και οι εκθέσεις αποτελούν έναν από τους δυναμικότερα αναπτυσσόμενους κλάδους του Τουρισμού -ακόμα και μέσα στην εποχή της κρίσης- και αναφέρονται συχνότατα από τους εκπροσώπους του τουριστικού τομέα ως αναπτυξιακή επιλογή και κατεύθυνση. Εντούτοις, οι μεμονωμένες προσπάθειες ανάπτυξης εκ μέρους του ιδιωτικού τομέα συνήθως δεν έχουν αντίστοιχη υποστήριξη από τον κρατικό παράγοντα, παρά τη ρητορική πλειοψηφία του τελευταίου για τη σημασία του κλάδου. Έτσι, παρότι η χώρα μας ικανοποιεί σε μεγάλο βαθμό ορισμένες από τις βασικές προϋποθέσεις, όπως είναι οι κλιματικές συνθήκες και το μείγμα προϊόντος (ο Συνεδριακός Τουρισμός μπορεί να συνδυάσει αναψυχή, πολιτιστική δραστηριότητα κ.ά.), μέχρι σήμερα ο Ελληνικός Τουρισμός έχει εκμεταλλευτεί σε ένα μικρό ποσοστό τις δυνατότητες της χώρας ως συνεδριακού προορισμού. Ο ιατρικός τουρισμός, απ’ την άλλη, φαντάζει ως διέξοδος για τις ελληνικές ιδιωτικές επιχειρήσεις υγείας που επιδιώκουν να ενισχύσουν τη ζήτηση για τις υπηρεσίες τους και τα έσοδά τους. Οι επιχειρήσεις του κλάδου ήδη βρίσκονται σε τροχιά προετοιμασίας για να προσελκύσουν ασθενείς από όλο τον κόσμο. Όπως πολλές απ’ αυτές υποστηρίζουν, “Η Ελλάδα διαθέτει όλες εκείνες τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την ανάπτυξη ποιοτικού Τουρισμού Υγείας, συνδυάζοντας το μεσογειακό περιβάλλον με το φυσικό πλούτο, την πολιτιστική και ιστορική κληρονομιά, την παράδοση στην υγιεινή διατροφή, το ήπιο κλίμα και το καταξιωμένο διεθνώς ιατρικό προσωπικό και θα μπορούσε να καταστεί πόλος έλξης για κάποιες κατηγορίες ιατρικών τουριστών όπως οι νεφροπαθείς, η εξωσωματική γονιμοποίηση και η γηριατρική”.
Με λίγα λόγια, η νέα εθνική στρατηγική για τον τουρισμό είναι η Ελλάδα να διαφοροποιηθεί από την υπάρχουσα εικόνα της ως το “αρχέτυπο” του μαζικού καλοκαιρινού τουρισμού για ήλιο, θάλασσα και αρχαία μνημεία. Αυτή η επανατοποθέτηση, εντούτοις, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με δομικές παρεμβάσεις για την ανοικοδόμηση του ίδιου του τουριστικού προϊόντος, των υπαρχουσών υποδομών και τη διεύρυνση της εικόνας της ως τουριστικός προορισμός από τα κρίσιμα κοινά παγκοσμίως.
Ο Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων έχει προτείνει ένα νέο αναπτυξιακό μοντέλο μέσα από τη μελέτη “Τουρισμός 2020″, όπου το κυρίαρχο ζητούμενο στην προσέγγιση της ζήτησης είναι η δημιουργία δομών και κουλτούρας μάρκετινγκ, καθώς και οι αλλαγές σε νοοτροπία και οργάνωση: “Το αναπτυξιακό μοντέλο για τον Ελληνικό Τουρισμό, το οποίο ακολουθούμε τα τελευταία 30 χρόνια, είναι προφανές ότι δεν μπορεί να έχει εφαρμογή στο μέλλον.
*Όλα αυτά τα χρόνια συζητάμε για επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου και το αποτέλεσμα είναι η συρρίκνωσή της.
*Θέτουμε ως προτεραιότητα τον ποιοτικό Τουρισμό και το αποτέλεσμα είναι οι συνεχείς μειώσεις των αποδόσεων στις τουριστικές επενδύσεις.
*Η αρχική αυθόρμητη και ρομαντική προσέγγιση έχει γίνει κακή επαγγελματική πρακτική και μερικές φορές αρπακτική.
*Έχουμε ανάγκη καλύτερα εκπαιδευμένο προσωπικό και πληθαίνουν οι ανειδίκευτοι.
*Κάνουμε λόγο για συνέπεια και συνέχεια της τουριστικής πολιτικής και αλλάζουμε σχεδόν κάθε χρόνο πολιτικές ηγεσίες.
Τι άλλο θέλουμε για να πάμε σε αλλαγή πορείας; Τι άλλο θέλουμε για να πάμε σε αλλαγή πολιτικής;”.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, η Ελλάδα μπορεί να τοποθετηθεί ως ένας προορισμός με απαράμιλλες εναλλαγές και ανεξερεύνητες αντιθέσεις, “ένας τόπος ατέλειωτων εμπειριών για παραθαλάσσιο και ναυτικό τουρισμό, αλλά και για φύση, επισκέψεις σε πόλεις, πολιτισμό, περιηγήσεις, υπηρεσίες υγείας και ευεξίας και επαγγελματικά δρώμενα”. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ο Τουρισμός και η περαιτέρω ανάπτυξή του επαφίεται σε όλα τα εμπλεκόμενα μέρη -είτε στους πολιτικούς προϊστάμενους που έχουν επιφορτιστεί με το καθήκον να παίρνουν τις αποφάσεις είτε στους επαγγελματίες του κλάδου και τις συνδικαλιστικές/ επαγγελματικές ενώσεις τους. Και, κατά κοινή ομολογία, οι αλλαγές που χρειάζονται πρέπει να είναι άμεσες ούτως ώστε, όχι μόνο οι πολίτες, αλλά και η εθνική οικονομία, να μπορούν να στηρίζουν τις ελπίδες τους στον τουρισμό ως μέγα συμμέτοχο στην αξιοπρεπή διαβίωση αλλά και διαμόρφωση του εγχώριου ΑΕΠ.
Νέα προσέγγιση προς τους Γερμανούς τουρίστες.
Η παγκόσμια ευρωπαϊκή κρίση, η γερμανική οικονομική πολιτική, τα εκατέρωθεν «εμπρηστικά» δημοσιεύματα και πλειάδα άλλων λόγων έχουν αναχαιτίσει τις αφίξεις των Γερμανών επισκεπτών στην Ελλάδα –αν και η Γερμανία εξακολουθεί να παραμένει στην πεντάδα με τις περισσότερες αφίξεις τουριστών από χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με δεδομένη την ένταση μεταξύ των δύο χωρών, τόσο το υπουργείο Τουρισμού, όσο και οι εγχώριοι φορείς (ΣΕΤΕ, Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο, Τουριστικά Γραφεία, κ.ά.) «αναψηλαφούν» Homes τις διμερείς σχέσεις σε συνεργασία με τους Γερμανούς ομολόγους τους. Η ηγεσία του υπουργείου έχει προχωρήσει, μάλιστα, τη συνεργασία της με τη γερμανική πλευρά, έχοντας πραγματοποιήσει συναντήσεις με τη συμμετοχή του Γερμανού υφυπουργού Εργασίας Hans Joachim Fuchtel, εντεταλμένου συμβούλου της γερμανικής κυβέρνησης στην Ελλάδα για θέματα συνεργασίας μεταξύ των δυο χωρών σε θέματα τουρισμού και τοπικής αυτοδιοίκησης. Προκειμένου να εδραιωθεί η δυνατότητα ανταλλαγής τεχνογνωσίας σ’ αυτό το επίπεδο, συγκροτήθηκε η «Ελληνογερμανική Συνέλευση», η οποία σε λιγότερο από ένα μήνα θα πραγματοποιήσει την 3η Ελληνογερμανική Συνάντηση. Σύμφωνα με τον Χρήστο Λαζαρίδη, μέλος της ομάδας του γραφείου της Θεσσαλονίκης, το ζητούμενο είναι να υπάρξει συνεργασίας και «ανταλλαγή απόψεων και ιδεών σε σημαντικά κοινωνικά ζητήματα –όπως, φυσικά, ο τουρισμός, μιας και οι δεσμοί μεταξύ των δύο εμπλεκόμενων εθνών είναι αρκετά ισχυροί».