ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ

Διατλαντική Εταιρική Σχέση Εμπορίου και Επενδύσεων: θα έπρεπε να μας ανησυχεί;

Marina Tomara

*Στις 18 Ιουλίου έκλεισε ο 6ος γύρος διαπραγματεύσεων μεταξύ των Ευρωπαίων και Αμερικανών αξιωματούχων στις Βρυξέλλες για τη Διατλαντική Εταιρική Σχέση Εμπορίου και Επενδύσεων (TTIP) η οποία, αν και δεν έχει ακόμα προσελκύσει το ενδιαφέρον στην Ελλάδα, σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες έχει προκαλέσει αντιδράσεις  λόγω των αμφιλεγόμενων πτυχών της και της μυστικότητας που διέπει τις διαπραγματεύσεις.

Οι συνομιλίες για τη Διατλαντική Εταιρική Σχέση Εμπορίου και Επενδύσεων (TTIP) ξεκίνησαν τον Ιούλιο του 2013 όταν το Συμβούλιο έδωσε «το πράσινο φως» στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την έναρξη των διαπραγματεύσεων με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η συμφωνία που φιλοδοξεί να δημιουργήσει τη μεγαλύτερη ζώνη ελεύθερου εμπορίου στον κόσμο στοχεύει στην προώθηση των διατλαντικών εμπορικών συναλλαγών και επενδύσεων, γεγονός που σύμφωνα με τους υποστηρικτές της θα οδηγήσει σε αύξηση της ανάπτυξης και θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.

Η συμφωνία αυτή στοχεύει στην κατάργηση των εμπορικών φραγμών σε ένα ευρύ φάσμα τομέων της οικονομίας και αποτελείται από τρία κύρια μέρη (μπορείτε να βρείτε την τρέχουσα κατάσταση των διαπραγματεύσεων ανά τομέα εδώ):

  • Πρόσβαση στην αγορά (συμπεριλαμβανόμενων των εμπορικών δασμών)
  • Κανονιστικές ρυθμίσεις και μη δασμολογικοί φραγμοί
  • Ειδικοί Κανόνες (π.χ. δικαιώματα  πνευματικής ιδιοκτησίας, τελωνειακές και εμπορικές διευκολύνσεις, εμπόριο και βιώσιμη ανάπτυξη)

Καθώς στην πράξη οι εμπορικοί δασμοί μεταξύ των δύο πλευρών είναι ήδη χαμηλοί, οι διαπραγματεύσεις εστιάζουν στην εξάλειψη, μείωση ή πρόληψη περιττών ρυθμίσεων «πέραν των συνόρων», δηλαδή των αποκαλούμενων αδικαιολόγητων μη δασμολογικών φραγμών. Πρόκειται μεταξύ άλλων για την εξάλειψη των κανονιστικών φραγμών στον τομέα της σήμανσης και των προτύπων ασφαλείας όπως και των περιβαλλοντικών προτύπων της ΕΕ. Συνεπώς, εγείρονται  ανησυχίες ότι η πλήρης απελευθέρωση του εμπορίου ανάμεσα στην ΕΕ και τις ΗΠΑ μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες στη δημόσια υγεία, την ασφάλεια των τροφίμων ή το περιβάλλον αλλά και να αυξήσει τις οικονομικές ανισότητες στην ΕΕ.

alternative-summit_590

Ποιος ωφελείται από την TTIP

Σύμφωνα με τη μελέτη αξιολόγησης επιπτώσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία βασίζεται σε έρευνα που εκπονήθηκε από το Center for Economic Policy Research, η σύναψη μίας «εκτενούς» συμφωνίας (που θα συμπεριλαμβάνει μια σημαντική εναρμόνιση των προτύπων παραγωγής και κατανάλωσης από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού) θα αυξήσει το μέγεθος της οικονομίας της ΕΕ κατά περίπου 120 δις ευρώ (ή 0,5% του ΑΕΠ) και των ΗΠΑ κατά 95 δις ευρώ (ή 0,4% του ΑΕΠ) ενώ προβλέπεται διαρκής αύξηση της παραγωγής πλούτου από τις αμερικανικές και ευρωπαϊκές οικονομίες.

Η ίδια μελέτη εκτιμά ότι θα αυξηθούν οι εξαγωγές προς τις ΗΠΑ των εξής προϊόντων: των προϊόντων μετάλλου (έως και 12%), των επεξεργασμένων τροφίμων (+9%), των χημικών προϊόντων (+9%), άλλων μεταποιημένων προϊόντων (+ 6%), του εξοπλισμού μεταφορών (+6%), και ειδικότερα των μηχανοκίνητων οχημάτων (40%).

Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει ότι η ΤΤΙΡ μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση κατά πολλά εκατομμύρια του αριθμού των θέσεων εργασίας που εξαρτώνται από τις εξαγωγές ενώ και οι καταναλωτές θα επωφεληθούν από φθηνότερα προϊόντα. Παρόλα αυτά στην ίδια τη μελέτη αξιολόγησης επιπτώσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αναγνωρίζεται ότι το κόστος προσαρμογής που θα προκύψει από τη μετακίνηση του εργατικού δυναμικού θα είναι αισθητή και μακροχρόνια και οι εργαζόμενοι δεν θα μπορούν να βρουν εργασία.

Γίνεται συνεπώς κατανοητό ότι οι μέχρι στιγμής μελέτες περιέχουν αντιφατικές πληροφορίες χωρίς να μπορούν να παρέχουν ασφαλείς προβλέψεις για τις επιπτώσεις της απελευθέρωσης του εμπορίου μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ.

Κύριοι ωφελούμενοι από τη συμφωνία θα είναι οι μεγάλες επιχειρήσεις όπως και οι ήδη ισχυρές οικονομικά περιφέρειες σύμφωνα με την Lucile Falgueyrac, μέλος της Διεθνούς Ένωσης Τεχνικών, Εμπειρογνωμόνων και Ερευνητών (AITEC), μιας οργάνωσης της Κοινωνίας των Πολιτών που στοχεύει στην ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης γύρω από τη συμφωνία.

«Επί του παρόντος, μόνο οι ανταγωνιστικές ευρωπαϊκές περιφέρειες και βιομηχανίες θα ωφεληθούν από την ΤΤΙΡ. Η συμφωνία θα ενισχύσει την τάση προς μια Ευρώπη των δύο ταχυτήτων, με κάποιες περιοχές να εξάγουν μαζικά ενώ κάποιες άλλες να συνεχίζουν να συνθλίβονται κάτω από το βάρος της ανεργίας και της λιτότητας», τονίζει.

Έρευνα του Bertelsmann Stiftung αξιολογεί ότι τα κράτη που θα ωφεληθούν από μια «εκτενή» συμφωνία είναι η Μεγάλη Βρετανία, η Ιρλανδία, η Σουηδία, η Νορβηγία -που αν και δεν είναι μέλος της ΕΕ, αναφέρεται στη μελέτη- και η Ισπανία ενώ η Γερμανία θα αυξήσει κατά πολύ τις εξαγωγές της προς τις ΗΠΑ.

Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα φαίνεται ότι δεν έχει ιδιαίτερα συμφέροντα. «Ένα από τα σημαντικότερα θέματα που διακυβεύονται  στην περίπτωση της Ελλάδας είναι αυτό της διαφύλαξης των προϊόντων προστατευόμενης ονομασίας προέλευσης», λέει ο Περικλής Γιαννόπουλος, οικονομικός σύμβουλος εμπορικών θεμάτων στη Μόνιμη Ελληνική Αντιπροσωπεία στην ΕΕ (ΜΕΑ). «Όμως το ήδη κακό προηγούμενο που έχει δημιουργηθεί στη Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου μεταξύ ΕΕ και Καναδά όπου δεν ”πέρασε” το αίτημα για την αναγνώριση της φέτας ως προϊόντος Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης, μειώνει τις πιθανότητες να επιτευχθεί κάτι τέτοιο στην υπό διαπραγμάτευση συμφωνία με τις ΗΠΑ», συνεχίζει. Επίσης προσθέτει ότι η απελευθέρωση της γεωργίας θα μπορούσε να έχει καταστρεπτικά αποτελέσματα για την Ελλάδα από τη στιγμή που αυτό θα σήμαινε την εισαγωγή φθηνότερων προϊόντων από τις ΗΠΑ. «Συνυπολογίζοντας ότι οι επιδοτήσεις στο πλαίσιο της ΚΑΠ έχουν καταργηθεί, η  απελευθέρωση του εμπορίου στον τομέα της γεωργίας θα έπληττε τους Έλληνες παραγωγούς», συμπληρώνει.

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Clelia Imperiali, υπεύθυνη εμπορικής πολιτικής, BEUC

Σημαντικό διακύβευμα η ασφάλεια των τροφίμων 

Ανάμεσα στα πολλά θέματα που καλύπτει η TTIP συγκαταλέγεται και αυτό της ασφάλειας τροφίμων. Οι εταιρείες από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού προωθώντας την άρση των εμπορικών φραγμών θέτουν σε κίνδυνο σύμφωνα με οργανώσεις καταναλωτών υγειονομικά και περιβαλλοντικά πρότυπα που στοχεύουν στην προστασία των πολιτών.

Σύμφωνα με την Luisa Santos, διευθύντρια και υπεύθυνη διεθνών σχέσεων της Business Europe, ομάδας πίεσης (lobby) που εκπροσωπεί τα συμφέροντα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων (συμμετέχει στη Συμβουλευτική Ομάδα που συνέστησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων της TTIP), οι αποκλίσεις που υπάρχουν ανάμεσα στις ΗΠΑ και την ΕΕ αναφορικά με τα μη δασμολογικά εμπόδια, όπως οι διαφορετικές τεχνικές προδιαγραφές, τα πρότυπα και οι διαδικασίες αδειοδότησης, συνεπάγεται πρόσθετο κόστος για τις εεπιχειρήσεις: «Τα προϊόντα πρέπει να υποβληθούν σε δύο παρόμοιες διαδικασίες ελέγχου, ή χρειάζεται να υποβληθεί αίτηση για παρόμοιες άδειες σε διαφορετικά ρυθμιστικά όργανα. Αυτό συνεπάγεται πρόσθετο κόστος που μπορεί να αποφευχθεί μέσω της TTIP, χωρίς να διακυβεύεται το επίπεδο της προστασίας, της ασφάλειας ή της ποιότητας των προϊόντων και των υπηρεσιών», υποστηρίζει.

Από την άλλη πλευρά, όπως εξηγεί η Clelia Imperiali, υπεύθυνη εμπορικής πολιτικής του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Προστασίας Καταναλωτών (BEUC) (ο οποίος επίσης συμμετέχει στη Συμβουλευτική Ομάδα που συνέστησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων της TTIP), «το κανονιστικό πλαίσιο της ΕΕ βασίζεται στην ”αρχή της προφύλαξης”, δυνάμει του οποίου επιτρέπεται η απόσυρση τροφίμων από την αγορά εάν υπάρχει πιθανότητα να απειλούν τη δημόσια υγεία ακόμα και αν τα επιστημονικά δεδομένα δεν επιτρέπουν την πλήρη αξιολόγηση του κινδύνου ενώ στην Αμερική δεν ισχύει ο ίδιος κανονισμός», εξηγεί η Clelia Imperiali,

Ανησυχία προκαλούν επίσης τα διαφορετικά πρότυπα ως προς τον έλεγχο της ασφάλειας τροφίμων. «Στην ΕΕ, την ασφάλεια των τροφίμων εγγυάται η λεγόμενη  ”από την παραγωγή στο τραπέζι” προσέγγιση η οποία βασίζεται στην πρόληψη και περιλαμβάνει τη λήψη μέτρων σε όλο το μήκος της αλυσίδας παραγωγής για να εξασφαλίσει ότι τα τρόφιμα που πωλούνται στον καταναλωτή είναι ασφαλή. Το σύστημα των ΗΠΑ, από την άλλη πλευρά, επαληθεύει  την ασφάλεια ως επί το πλείστον στο τέλος της διαδικασίας και, συνεπώς, αυτό ευνοεί τις θεραπείες με χημικά για τη μείωση των παθογόνων», εξηγεί, παραπέμποντας στο ”χλωριωμένο κοτόπουλο” που αναδείχτηκε ως σύμβολο των αντιδράσεων των πολιτών ενάντια στην TTIP.

O BEUC, χωρίς να είναι καθολικά αντίθετος στην επίτευξη της συμφωνίας, θεωρεί ότι η TTIP θα μπορούσε να έχει όφελος για τους καταναλωτές εάν ανάμεσα  σε άλλα διασφαλιστεί η σωστή σήμανση των προϊόντων ώστε ο καταναλωτής να είναι πληροφορημένος σωστά.

Το μέλλον των διαπραγματεύσεων 

Ο 6ος κύκλος των διαπραγματεύσεων έκλεισε με φόντο μια «εναλλακτική σύνοδο» στην οποία ΜΚΟ και ακτιβιστικές οργανώσεις διαμαρτυρήθηκαν καταγγέλλοντας πολλά σημεία της συμφωνίας.

Η άσκηση πίεσης από την πλευρά των εκπροσώπων της Κοινωνίας των Πολιτών, το πρόσφατο αίτημα των Ευρωβουλευτών από όλες τις πολιτικές ομάδες για περισσότερη διαφάνεια στις ευρωατλαντικές συνομιλίες προς τον αρμόδιο  επίτροπο σε θέματα εμπορίου Karel De Gucht αλλά και η σύγκρουση συμφερόντων ανάμεσα στα δύο μέρη, τις ΗΠΑ και την ΕΕ, δυσχεραίνουν την εύρεση συμβιβαστικών λύσεων παρατείνοντας έτσι τις διαπραγματεύσεις, που αναμενόταν να ολοκληρωθούν έως το τέλος του έτους.

Τα ζητήματα που θα συζητηθούν στον επόμενο γύρο περιλαμβάνουν δασμολογικά θέματα, τις κανονιστικές ρυθμίσεις που αφορούν την αμοιβαία αναγνώριση των προτύπων, το δικαίωμα πρόσβασης των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων σε δημόσιες συμβάσεις στην αμερικανική αγορά σε επίπεδο Πολιτειών των ΗΠΑ καθώς και ένα ειδικό κεφάλαιο που αφορά την απελευθέρωση του εμπορίου ενέργειας ανάμεσα σε ΗΠΑ και ΕΕ, με στόχο τη δυνατότητα  εισαγωγής σχιστολιθικού αερίου από τις ΗΠΑ.

Ένα από τα κύρια αιτήματα των αντιτιθέμενων στη συμφωνία είναι η αφαίρεση από το τελικό κείμενο της ρήτρας «επίλυσης διαφορών επενδυτή-κράτους» (ISDS), η οποία προβλέπεται σε πολλές συμφωνίες, και δίνει τη δυνατότητα σε ξένες επιχειρήσεις να προσφεύγουν κατά ενός κράτους ζητώντας αποζημιώσεις εάν θεωρήσουν ότι τα συμφέροντά τους απειλούνται.

Έως το τέλος του 2014 θα συζητηθούν μόνο ζητήματα κανονιστικών ρυθμίσεων, και αφού ολοκληρωθούν οι αμερικανικές βουλευτικές εκλογές, θα συνεχίσουν οι διαπραγματεύσεις με απώτερο σκοπό να επιτευχθεί συμφωνία μέσα στο 2016.

Share Button