ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ
Μεταρρυθμίσεις και Μνημόνια: Θάρρος ή Αλήθεια;
Tου Δημητρίου Πόγκα
Πέντε χρόνια μετά την είσοδο της Ελλάδος στα προγράμματα υποστήριξης της οικονομίας της μέσω δανείων από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, και με την φοροδοτική ικανότητα δημόσιου και ιδιωτικού τομέα να εξαντλείται, η συζήτηση για την «πολυπόθητη» ανάκαμψη επιστρέφει στην εφαρμογή των περίφημων «μεταρρυθμίσεων».
Με τη συρρίκνωση της ελληνικής οικονομίας και του ιδιωτικού εισοδήματος – κάτι που ενδεχομένως θα δημιουργήσει προβλήματα στην συλλογή των απαραίτητων εσόδων για την επιτυχή εκτέλεση των «σφιχτών» προϋπολογισμών – η προσοχή δίνεται σε δομικές αλλαγές στον τρόπο που λειτουργεί η δημόσια διοίκηση, η ιδιωτική οικονομία, το επιχειρηματικό περιβάλλον, η διακυβέρνηση, τα συστήματα εκπαίδευσης και υγείας, με στόχο να εξοικονομηθούν οι δαπάνες και να δημιουργηθούν οι νέες πηγές δημιουργίας οικονομικής ανάπτυξης και εσόδων του ελληνικού κράτους.
Οι «μεταρρυθμίσεις» μπήκαν στη «ζωή» – μάλλον στην τηλεόραση – των Ελλήνων τον Απρίλιο του 2010, όταν η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου αποφάσιζε να λύσει το πρόβλημα της χρηματοδότησης του ελληνικού κράτος – όντας αποκλεισμένο από τις διεθνείς χρηματαγορές – με την προσφυγή στην «τρόικα» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Οι τρεις δανειστές οργανισμοί, προκειμένου να διασφαλίσουν ότι η Ελλάδα θα καταφέρει να αποπληρώσει τα ποσά των δανείων που θα της παραχωρούνταν και θα μειώσει τα ελλείμματα του προϋπολογισμού της, ώστε να μην δημιουργεί νέα χρέη και να μπορέσει να επιστρέψει στις ιδιωτικές αγορές κρατικού δανεισμού, τη δέσμευσαν σε ένα πρόγραμμα φορολογικών ρυθμίσεων, αλλά και αλλαγών στον τρόπο που λειτουργεί ο δημόσιος και ιδιωτικός τομέας, ώστε να προωθηθεί η οικονομική ανάπτυξη.
Όταν το πρώτο πρόγραμμα δεν κατάφερε να αποδώσει τους «καρπούς» που ανεμένετο στο «μέτωπο» της μείωσης του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ, οι δανειστές της χώρας δημιούργησαν ένα δεύτερο πρόγραμμα διάσωσης, στο οποίο βασική «καινοτομία» ήταν η συμμετοχή του δημόσιου τομέα – κρατών και δημόσιων οργανισμών – στην απομείωση – «κούρεμα» του ελληνικού χρέους. Ο Γιώργος Παπανδρέου δεν άντεξε το «βάρος» ενός δεύτερου «Μνημονίου» και μετά από μία αποτυχημένη προσπάθεια διεξαγωγής δημοψηφίσματος για την προώθηση του συγκεκριμένου προγράμματος, παραιτήθηκε υπέρ του τεχνοκράτη, πρώην τραπεζίτη Λουκά Παπαδήμου, η υπηρεσιακή κυβέρνηση του οποίου είχε ως στόχο να ολοκληρώσει τη συμφωνία με την «τρόικα» των δανειστών και να ψηφίσει τα μέτρα που την συνόδευαν. Οι «μεταρρυθμίσεις» κάλυψαν και πάλι ένα σημαντικό ποσοστό των ζητούμενων μέτρων από την ελληνική κυβέρνηση, τις οποίες ανέλαβε να υλοποιήσει από τον Ιούνιο του 2012 η νεοεκλεχθείσα κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά.
Τον Νοέμβριο του 2013 στην – οικονομική – «καθημερινότητά» μας μπήκε και ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, ο οποίος ετοίμασε μία ειδική «εργαλειοθήκη» μεταρρυθμίσεων, οι οποίες έχουν ως στόχο να άρουν ρυθμίσεις στη λειτουργία συγκεκριμένων κλάδων της οικονομίας (οικοδομικά υλικά, λιανεμπόριο, βιομηχανική παραγωγή τροφίμων και τουρισμό), τα οποία αυξάνουν τις τιμές των τελικών προϊόντων ή υπηρεσιών και εμποδίζουν τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Τη μελέτη παρήγγειλε η κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά, ωστόσο έκτοτε η εφαρμογή της, αποτελεί μόνιμη απαίτηση των δανειστών της χώρας. Τον Ιούλιο του 2015, ο ΟΟΣΑ παρέδωσε μία δεύτερη «εργαλειοθήκη», αυτή τη φορά για τους κλάδους των πετρελαιοειδών και των ποτών, κατά παραγγελία της κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα.
Οι «μεταρρυθμίσεις» επανέρχονται στο πολιτικό και μηντιακό προσκήνιο με την συμφωνία για το τρίτο πρόγραμμα που ψήφισε η ελληνική Βουλή τον Αύγουστο του 2015. Αυτή τη φορά το μεγαλύτερο ποσοστό από τα ζητούμενα μέτρα είναι δομικές μεταρρυθμίσεις και αλλαγές αντί για μέτρα λιτότητας και περικοπών.
Στην Ελλάδα οι μεταρρυθμίσεις έχουν ταυτιστεί σε μεγάλο βαθμό στον δημόσιο λόγο και στην αντίληψη των πολιτών ως συνώνυμες των περικοπών στις αποδοχές και στις συντάξεις στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, καθώς και στην αύξηση της φορολογίας για την κάλυψη των δημοσίων εσόδων. Οι «ρίζες» του φαινομένου αυτού βρίσκονται στο ίδιο το πολιτικό σύστημα της χώρας, το οποίο με την αντίστιξη μεταξύ λόγων («μεταρρυθμίσεις») και πράξεων (πολιτικές περικοπών και φορολογίας – «μέτρα»/λιτότητα), ταυτίζουν στο μυαλό των πολιτών τις δύο αυτές έννοιες. Αντίστοιχη αντίστιξη εντοπίζεται και στον λόγο των Ευρωπαίων δανειστών, οι οποίοι επίσης ζητούν από την Ελλάδα να προχωρήσει σε «μεταρρυθμίσεις», αποδέχονται όμως κάθε φορά τις περισσότερο «εύκολες» πολιτικές λιτότητας, ώστε να διασφαλισθεί η εισροή εσόδων και η αποπληρωμή των χρεών.
Ως «μεταρρυθμίσεις» θα μπορούσαμε να ονομάσουμε τις αλλαγές εκείνες στους τρόπους λειτουργίας συγκεκριμένων τομέων ενός συστήματος που δημιουργούν ένα θετικό αντίκτυπο στην αποτελεσματικότητα και την εύρυθμη λειτουργία τους. Σε αυτό το πλαίσιο, μία φορολογική μεταρρύθμιση θα πρέπει να αναμένεται να δημιουργήσει θετικό αντίκτυπο στη συλλογή φορολογικών εσόδων, αλλά και στη δίκαιη κατανομή των βαρών. Επιπλέον, επιδιώκουν την ισότιμη πρόσβαση σε μία οικονομική δραστηριότητα, ώστε να εξασφαλίσουν χαμηλότερες τιμές και υψηλότερη ποιότητα υπηρεσιών προς τους καταναλωτές. Δηλαδή, μία μεταρρύθμιση σε έναν συγκεκριμένο τομέα της ιδιωτικής οικονομίας θα πρέπει να αναμένεται να επιτρέπει την δημιουργία οικονομικής ανάπτυξης από την όσο περισσότερο απρόσκοπτη ενασχόληση με αυτόν.
Η ελληνική οικονομία έχει μείνει σε πολλά σημεία «πίσω» στην παγκοσμιοποιημένη αγορά, ενώ διαθέτει εγγενή μειονεκτήματα για να καταφέρει να ανταπεξέλθει σε αυτήν: απουσία πρωτογενούς παραγωγής, μικρή και ανίσχυρη εσωτερική αγορά, ισχνές επιδόσεις σε εξαγωγές και τεχνολογική πρόοδο. Δεκαετίες «Αλλαγής», «εκσυγχρονισμού» και άλλων συνθηματολογιών δεν κατάφεραν να δημιουργήσουν τις συνθήκες εκείνες που θα κάνουν την Ελλάδα να αναπτυχθεί οικονομικά.
Οι «ρίζες» για την «μεταρρυθμιστική κόπωση» που παρουσιάζει η Ελλάδα όχι μόνο στη διάρκεια της κρίσης, αλλά και διαχρονικά εντοπίζονται σε δύο παρεμφερή φαινόμενα: στο πελατειακό και οικογενειοκρατικό κράτος. Προκειμένου να εξασφαλίζουν την επανεκλογή τους, πολιτικά κόμματα και προσωπικό βρίσκονται σε συνδιαλλαγή με ομάδες συμφερόντων, τα κεκτημένα των οποίων υπερασπίζονται σε βάρος αλλαγών που θεωρητικά θα μπορούσαν να έχουν θετικό αντίκτυπο σε μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας.
Καθώς ανανέωση και αλλαγή του πολιτικού προσωπικού δεν έχει ακόμη πραγματοποιηθεί, η συνδιαλλαγή αυτή εξακολουθεί ακόμη, εμποδίζοντας ή επιβραδύνοντας την εφαρμογή αλλαγών που θα μπορούσαν να έχουν θετικό αντίκτυπο. Ο φόβος των κομμάτων εξουσίας να θίξουν τα συμφέροντα επαγγελματικών ομάδων – «δεξαμενές» ψηφοφόρων, αλλά και υποστηρικτές για τον ομαλό βίο μίας κυβέρνηση – οδηγεί σε μέτρα λιτότητας με οριζόντιο τρόπο σε όλο τον πληθυσμό, χωρίς καν μάλιστα να λαμβάνεται υπόψην το πολιτικό κόστος που φαίνεται τελικά να έχει.
Επιπλέον, στην περίπτωση της Ελλάδος των «Μνημονίων», μία από τις αιτίες της εφαρμογής – ή τουλάχιστον της υποστήριξης – των μεταρρυθμίσεων είναι η άγνοια των ιδιαιτεροτήτων της χώρας από τους δανειστές, οι οποίοι θέτουν το πλαίσιο για αυτές. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της μεταρρύθμισης του ωραρίου των καταστημάτων της Κυριακές, το οποίο ζητείται να απελευθερωθεί πλήρως όπως σε άλλες χώρες της Ευρώπης, αγνοώντας ότι η χαμηλή «κίνηση» εκείνης της ημέρας εν τέλει ζημιώνει τους καταστηματάρχες και τους υπαλλήλους αντί να τους επωφελεί.
Μία ακόμη σημαντική παράμετρος για την «κακοδαιμονία» των μεταρρυθμίσεων στη χώρα είναι ότι ενώ στο πλαίσιο που περιγράφουμε θα πρέπει να αποτελούν μία «νέα ρύθμιση» των ζητημάτων στα οποία αναφέρονται, στην ουσία αποτελούν «απορρύθμιση». Ουσιαστικώς, δηλαδή, εισάγουν διαρθρωτικές αλλαγές, οι οποίες – στην ελληνική τουλάχιστον περίπτωση – εκτός του ότι αποδυναμώνουν τον δημόσιο ή κοινωνικό χαρακτήρα υπηρεσιών, στρέφονται εναντίον και του υγιούς ανταγωνισμού που θα έπρεπε να εξυπηρετούν λειτουργώντας προς όφελος μίας οντότητας ή μίας μικρής ομάδας συμφερόντων.
Με ένα νέο τριετές πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής στα «χέρια» της, η Ελλάδα αναμένεται να κληθεί περισσότερο από ποτέ να εφαρμόσει «μεταρρυθμίσεις» που θα αλλάζουν σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο λειτουργίας διαφόρων πτυχών της καθημερινής ζωής των πολιτών και των επαγγελματικών ομάδων της χώρας. Σε καθεστώς χρηματοοικονομικής ασφυξίας, η πολιτική ηγεσία που θα αναδειχθεί στις επικείμενες εκλογές της 20ης Σεπτεμβρίου δεν έχει πολλά περιθώρια ελιγμών, ωστόσο αλλαγές δεκαετιών σε άλλα δυτικοευρωπαϊκά κράτη θα έχει ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε αν και πώς θα μπορέσουν να εφαρμοσθούν σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα στην Ελλάδα.