ΔΙΑΛΟΓΟΣ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
Το ταξίδι που δεν τελειώνει
Thanasis Tromboukis
Ο Μαχντί είναι μόλις 28 χρονών αλλά όταν μιλά, ο λόγος του διαπνέεται από σοφία που μόνο τα τραύματα αφήνουν. Τα πιο παραγωγικά χρόνια της ζωής του τα πέρασε κυνηγημένος στο Σουδάν και στη συνέχεια στην Αθήνα, την Κόρινθο, την Ηγουμενίτσα, την Ιταλία και το Άμστερνταμ. Τώρα, κουκουλωμένος, δίπλα σε μια σόμπα στη σκηνή των Διαδηλωτών Προσφύγων στην Οράνιενπλατζ στο Βερολίνο, μου διηγείται εμπειρίες που αντιστοιχούν σε έναν μοντέρνο Οδυσσέα.
«Στην Ελλάδα κινδύνευε η ζωή μου. Εδώ κινδυνεύει η ψυχή μου»
Η ζωή του στο ταραγμένο Σουδάν δεν ήταν εύκολη. Ο πατέρας του αγνοείται από το 2006. Εικάζεται ότι ακολούθησε τους αντάρτες οι οποίοι αντιτίθενται στην κυβέρνηση. Το 2008 χιλιάδες Σουδανοί κατηγορήθηκαν ότι συμμετείχαν στην επίθεση των ανταρτών στο Χαρτούμ, την πρωτεύουσα του Σουδάν. Ο Μαχντί φυλακίστηκε. Δεν θυμάται ακριβώς για πόσο καιρό, γύρω στους 11 μήνες. Η μητέρα του τον ανάγκασε να φύγει από τη χώρα για να διεκδικήσει μια καλύτερη ζωή. «Μου είπε ότι ξέρω πως δεν θες να φύγεις και ξέρεις τι είναι για μια μάνα να χάσει το παιδί της. Όμως είναι καλύτερα να φύγεις από το Σουδάν».
Πλήρωσε 1200 καναδικά δολάρια στους διακινητές μεταναστών προκειμένου να φύγει από τη χώρα. Πέρασε στη Λιβύη και στη συνέχεια με ένα καράβι στην Ελλάδα. «Το ταξίδι από το Σουδάν στην Λιβύη ήταν πολύ δύσκολο εξαιτίας της ερήμου… χαθήκαμε και παραλίγο να πεθάνουμε, δεν είχαμε αρκετό φαγητό και νερό… Στο καράβι ήμασταν δεκάδες άνθρωποι στοιβαγμένοι σε ένα μικρό δωμάτιο στο αμπάρι του πλοίου. Στο σημείο που κοιμόμασταν εκεί κάναμε και τις ανάγκες μας… Δεν ξέρω πόσο κράτησε αυτό το ταξίδι». Σύμφωνα με την οργάνωση UNITED από το 1993 περισσότεροι από 16.000 πρόσφυγες έχουν χάσει τη ζωή τους στην προσπάθεια να περάσουν τα εξωτερικά σύνορα της Ευρώπης. Η πλειονότητα έχει πεθάνει από πνιγμό και αφυδάτωση.
Στην Ελλάδα η επιβίωση ήταν δύσκολη. «Είναι πολύ γενναιόδωροι οι Έλληνες. Αν και αρκετοί είναι ρατσιστές, είναι γενναιόδωροι». Αρχικά ήρθε στην Αθήνα. Συνελήφθη από την αστυνομία και φυλακίστηκε για τρεις περίπου εβδομάδες. Σε δύο μήνες έπρεπε να εγκαταλείψει τη χώρα. Έμεινε όμως σχεδόν δύο χρόνια. Με λιγότερα από 20 ευρώ στην τσέπη του, το να μείνει στην Αθήνα ήταν αδύνατο. Για να βγάλει λεφτά και να φύγει από τη χώρα θα έπρεπε να δουλέψει για εμπόρους ναρκωτικών ή να μπλέξει σε αντίστοιχες συμμορίες. Πήγε στην Πάτρα και ζούσε για μήνες στον σιδηροδρομικό σταθμό, στα εγκαταλειμμένα τρένα στο Λιμάνι. Ήλπιζε ότι θα χωθεί κάτω από ένα αυτοκίνητο και θα φτάσει στην Ιταλία. Όμως εκείνη την περίοδο, υπήρξε κύμα προσφύγων στην Πάτρα. Ήταν πια δύσκολο να φύγεις από εκεί. Αποφάσισε να πάει στην Ηγουμενίτσα. Εκεί ζούσε στα βουνά διότι η αστυνομία δεν τους άφηνε να μείνουν στην πόλη. Όμως αναγκαζόταν να πληρώνει χρήματα στην κουρδική μαφία που ελέγχει το σημείο. Τελικά πέρασε στην Ιταλία. Οι φίλοι του όμως του είπαν ότι «η Ιταλία είναι ακόμα χειρότερη από την Ελλάδα. Καλύτερα να φύγεις από εδώ». Έφτασε στο Άμστερνταμ. «Ήμουν εξουθενωμένος. Εξαντλημένος. Δεν μπορούσα να ταξιδέψω άλλο. Δεν γινόταν να περάσω το υπόλοιπο της ζωής μου ταξιδεύοντας». Εκεί έκανε αίτηση ασύλου αλλά απορρίφθηκε τρεις φορές. Τελικά έφτασε στη Γερμανία.
Κάθε χρόνο περίπου 30.000 – 50.000 πρόσφυγες κάνουν αίτηση για άσυλο στην Γερμανία. Ο αριθμός τους όμως τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί σημαντικά. Το 2011 συνολικά 53.300 άνθρωποι έκαναν αίτηση για άσυλο. Τους εννιά πρώτους μήνες του 2012, 40.200 πρόσφυγες έκαναν αίτηση, ποσοστό αυξημένο κατά 24% σε σχέση με το 2011. Η Γερμανία με τη Γαλλία, τη Σουηδία, το Βέλγιο και τη Βρετανία το 2010 έδωσαν άσυλο στα 2/3 των μεταναστών που έφτασαν στην Ευρώπη. Όμως η νομοθεσία έχει γίνει πολύ αυστηρή και ψυχοφθόρα για τους πρόσφυγες. Στη Γερμανία οι αιτούντες άσυλο έχουν σημαντικούς περιορισμούς. Δεν επιλέγουν μόνοι τον τόπο διαμονής τους. Επιτρέπεται να μετακινούνται μόνο σε συγκεκριμένη περιοχή που ορίζει η υπηρεσία μεταναστών. Οι αιτούντες άσυλο διανέμονται σε όλες τις περιοχές της Γερμανίας βάσει ενός ειδικού αλγόριθμου, ο οποίος υπολογίζει το βάρος της μετανάστευσης να μην πέφτει σε ένα κρατίδιο. Οι πρόσφυγες μπορούν να δουλέψουν ένα χρόνο μετά την είσοδό τους στη χώρα και εφόσον η δουλειά που θα ζητήσουν δεν θα μπορεί να γίνει από έναν Γερμανό ή Ευρωπαίο πολίτη. Οι διαδικασίες είναι χρονοβόρες. Οι αιτούντες άσυλο μπορεί να παραμένουν ακόμα και χρόνια στο κενό, γεγονός που επιβαρύνει την ψυχολογία τους. Οι ανθρωπιστικές οργανώσεις προειδοποιούν ότι οι πρόσφυγες υποφέρουν από κατάθλιψη, διότι δεν αντέχουν να μένουν στάσιμοι.
«Στην Ελλάδα κινδύνευε η ζωή μου. Εδώ κινδυνεύει η ψυχή μου» θα μου πει ο Μαχντί ενώ έχει αρχίσει ήδη να βρέχει και η σκηνή να στάζει. «Πως είναι η ζωή σου στην Γερμανία;» τον ρωτάω όντας βέβαιος ότι θα μου απαντήσει ότι είναι δύσκολα αλλά καλά. Οι πρόσφυγες στην Γερμανία παίρνουν ένα γενναιόδωρο επίδομα από το κράτος. Σχεδόν τόσα όσα παίρνει στην Ελλάδα ένας άνεργος. Το καλοκαίρι το Συνταγματικό Δικαστήριο μάλιστα αποφάσισε ότι το επίδομά τους θα πρέπει να είναι αντίστοιχο των κατώτατων επιδομάτων που λαμβάνουν οι γηγενείς και πως δικαιούνται να έχουν έστω και ελάχιστη συμμετοχή στην κοινωνική, πολιτιστική και πολιτική ζωή της χώρας. Μετά την απόφαση, 130.000 πρόσφυγες είδαν το επίδομά τους να αυξάνεται από τα 200 ευρώ στα 340 ευρώ τον μήνα. Ένα ποσό τους δίνεται με τη μορφή κουπονιών για φαγητό και τα υπόλοιπα σε ρευστό. «Η ζωή στη Γερμανία δεν μου αρέσει καθόλου. Δεν μου αρέσει τίποτα στη Γερμανία… οι πολίτες δεν είναι φιλικοί. Δεν θα έλεγα ότι είναι ρατσιστές, αλλά φοβούνται. Φοβούνται τους ξένους. Και εμείς ως πρόσφυγες αισθανόμαστε το ίδιο, ίσως και χειρότερα για εκείνους».
Για τον Μαχντί το σύστημα παροχής ασύλου στη Γερμανία είναι άδικο. Δεν μπορούν να δουλέψουν, ούτε να σπουδάσουν. Το τελευταίο νομίζω ότι τον πληγώνει περισσότερο. Θέλει να σπουδάσει αγγλική λογοτεχνία. Στην τέντα της κουζίνας έχει γράψει δικά του αποφθέγματα στον μουσαμά, όπως «Το μόνο που χρειαζόμαστε είναι αγάπη. Το μεγαλύτερο ψέμα στην ιστορία του ανθρώπου είναι ότι δεν υπάρχει αρκετή καλοσύνη για όλους εμάς και αυτό μας προκαλεί αρκετό πόνο!!». Ο Μαχντί πιστεύει ότι η Γερμανία σκοτώνει πνευματικά τους αιτούντες άσυλο διότι για μήνες ή και χρόνια τους κρατά σε αβεβαιότητα για το μέλλον τους. Σε αυτό το σκοτεινό περιβάλλον που περιγράφει, η Οράνιενπλατζ, η πλατεία στο κέντρο του Κρόιζμπεργκ στο Βερολίνο όπου οι μετανάστες με τη βοήθεια ακτιβιστών και ΜΚΟ έχουν στήσει σκηνές διαμαρτυρίας «είναι σαν ένα νησί μέσα στη χώρα» και μάλιστα τυγχάνει της υποστήριξης του δημάρχου του Κρόιζμπεργκ.
Έχει παγωνιά. Η θερμοκρασία στο Βερολίνο είναι οριακά στους 0 βαθμούς κελσίου. Πως αντέχουν άραγε οι άνθρωποι να μένουν σε αυτές τις σκηνές με τις αυτοσχέδιες σόμπες; Ο Μαχντί προθυμοποιείται να με πάει σε ένα σχολείο, το οποίο έχουν καταλάβει. «Η βίλα Αμαλίας του Βερολίνου» σκέφτομαι. Στην είσοδο του τετραώροφου σχολείου ένας Αμερικανός από το Όρεγκον μου σφίγγει το χέρι. Κάθεται πίσω από ένα γραφείο, και έναν υπολογιστή που δεν δουλεύει και προσέχει ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει. Λίγο καιρό πριν μία συμπλοκή μεταξύ προσφύγων είχε οδηγήσει δύο ανθρώπους στον θάνατο και αρκετούς άλλους στη φυλακή. Τώρα, η κατάσταση είναι ελεγχόμενη από τους εθελοντές ακτιβιστές. Το δωμάτιό του στον δεύτερο όροφο, ο Μαχντί το μοιράζεται με έναν ακόμα Σουδανό. Έχει μοκέτα από άκρη σε άκρη, δύο στρώματα με αρκετά παπλώματα και έναν βραστήρα στο πάτωμα. Ετοιμάζει τσάι, διότι όπως και στην Ελλάδα, έτσι και στο Σουδάν το να κεράσεις τον καλεσμένο σου είναι ιερή υποχρέωση. Στο σχολείο μένουν πρόσφυγες διαφόρων εθνικοτήτων. Ακόμα και οικογένειες με παιδιά.
«Προτιμώ να ζω εδώ στο Βερολίνο από οποιαδήποτε άλλη πόλη της Γερμανίας. Στην Οράνιενπλατζ αισθάνομαι ότι μπορώ να αλλάξω κάτι». Ο Μαχντί αναφέρεται στον νόμο για την παροχή ασύλου. Το ζήτημα όμως δεν είναι αποκλειστικά Γερμανικό. Είναι ευρωπαϊκό. Το 2012 εξέπνευσε χωρίς να προχωρήσει η συζήτηση και η ψήφιση μιας κοινής μεταναστευτικής πολιτικής για της χώρες της ΕΕ, παρά το γεγονός ότι γίνονται προσπάθειες από το 1999, όταν υπήρξε ένα κύμα μετανάστευσης από την πρώην Γιουγκοσλαβία. Η Ευρώπη απορροφά περίπου το 10% των προσφύγων παγκοσμίως, δηλαδή 20 εκατομμύρια πρόσφυγες που αντιστοιχούν στο 4% του ευρωπαϊκού πληθυσμού. Ο κανονισμός που έμεινε γνωστός ως Δουβλίνο ΙΙ αντί να λύσει, έχει επιτείνει το πρόβλημα, με τον Νότο να επωμίζεται δυσανάλογο βάρος. Η Γερμανία σε αντίθεση με την Ελλάδα, έχει προσφέρει ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης για τους αιτούντες άσυλο. Όμως απ’ ότι φαίνεται αποτυγχάνει να εντάξει τους πρόσφυγες στην κοινωνία. Κι’ αυτό θα πρέπει είναι το στοίχημά της για τα επόμενα χρόνια, εωσότου ψηφιστεί μία κοινή μεταναστευτική πολιτική στην Ευρώπη. Ο Μαχντί φαίνεται ότι είναι έτοιμος να παλέψει για μια ακόμη φορά προκειμένου να καταφέρει να ζήσει τη ζωή που ονειρεύεται.