ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ

Καλοκαίρια στην Δραπετσώνα και χειμώνες στο Μόναχο

Ioanna Fotiadi

“Ich trink Ouzo, was trinkst du so? (εγώ πίνω ούζο, εσύ, λοιπόν, τι πίνεις;)”. Δεν πρόκειται για ευφυολόγημα μεταξύ νέων, αλλά για τον τίτλο ενός ευπώλητου βιβλίου, που κέρδισε τις καρδιές των Γερμανών σημειώνοντας πωλήσεις άνω των 120.000 αντιγράφων. Συγγραφέας του, η Ελληνογερμανίδα, Στέλλα Μπέττερμανν, περιγράφει γλαφυρά τα παιδικά της χρόνια μεταξύ των δύο χωρών, Γερμανίας και Ελλάδας.”Το πόσο διέφερε ο τόπος μας από την Ελλάδα, την τεράστια απόσταση μεταξύ των δύο αυτών κόσμων, την αντιλαμβανόμασταν εκτός των άλλων και μέσω του τριήμερου οδικού ταξιδιού μας μέχρι τον Πειραιά” γράφει η Μπέττερμανν δια στόματος της 8χρονης Στελλίτσας, που κάθεται υπομονετικά στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου αδημονώντας . “Ο παππούς και η γιαγιά έβγαζαν δύο καρέκλες στο κατώφλι του σπιτιού και μας έγνεφαν καθώς πλησιάζαμε με το αυτοκίνητο, λες και όλο τον χρόνο περίμεναν μοναχά την άφιξή μας”.

Έλληνες και Γερμανοί διαβάζουν μονορούφι το βιβλίο

“Όταν ξεκίνησα να γράφω, είχα υπόψη μου κυρίως του χιλιάδες Γερμανούς, που κάνουν διακοπές στην Ελλάδα” απαντά με ειλικρίνεια η κ. Μπέττερμανν από το Μόναχο “σκέφθηκα ότι το βιβλίο θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ένα εγχειρίδιο για την καλύτερη κατανόηση της ελληνικής κουλτούρας”. «Με συγκίνησες τόσο πολύ, είναι ακριβώς όπως τα περιγράφεις!» γράφουν οι ενθουσιώδεις αναγνώστες. Όπως φάνηκε, λοιπόν, το βιβλίο άγγιξε ένα πολύ διευρυμένο κοινό. “Δέχομαι πολλά γράμματα από Έλληνες δεύτερης γενιάς, όπως εγώ, αλλά και Γερμανούς που έχουν μια κάποια σχέση με την Ελλάδα: έχουν συγγενείς Έλληνες ή βιώματα από την Ελλάδα, έζησαν έναν νεανικό έρωτα ή απλώς είναι ερωτευμένοι με την χώρα αυτή καθεαυτή-τον ήλιο, την θάλασσα, τους ανθρώπους με τις ιδιαιτερότητές τους”. Σύμφωνα με την ίδια η τελευταία κατηγορία παραμένει πολυπληθής.

Η έκδοση του βιβλίου, βέβαια, συνέπεσε την εποχή που η ελληνική κρίση «μεσουρανούσε» στα γερμανικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης – με αρνητικό, βέβαια, πρόσημο. “Το 2010 η Ελλάδα έγινε με μιας η πρώτη είδηση και τα Μέσα” σχολιάζει η κ. Μπέττερμανν, που εργάζεται εδώ και 20 χρόνια ως δημοσιογράφος.  Κλήθηκε, λοιπόν, ουκ ολίγες φορές να πάρει θέση επί του ελληνικού «ζητήματος». “Επανέλαβα πολλάκις στοιχεία άγνωστα στον κόσμο: ότι οι Έλληνες δεν είναι εκ φύσεως τεμπέληδες, ότι πολλοί εξ αυτών κάνουν δύο και τρεις δουλειές για να τα βγάλουν πέρα”. Η ίδια κρίνει ότι στο μεταξύ το κλίμα άλλαξε. “Οι αναφορές στην Ελλάδα είναι πλέον πιο ρεαλιστικές και η εικόνα του μέσου Έλληνα να είναι πιο αντικειμενική”  επισημαίνει “πολλοί συνάδελφοι ταξίδεψαν στη χώρα και απέκτησαν μια σφαιρική αντίληψη των πραγμάτων”. Λόγω της ελληνικής της καταγωγής άρχισε να καλύπτει θέματα που σχετίζονται με την οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα. “Έκανα έρευνα για τη ζωή των κατοίκων του Περάματος και τα προβλήματα λειτουργίας της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης” περιγράφει “έμαθα πολλά σε αυτή την αποστολή, που και η ίδια αγνοούσα, παρά που τα καλοκαίρια των παιδικών μου χρόνων τα περνούσα στην γειτονική Δραπετσώνα”.

Η Στέλλα καταγράφει τα “έργα και τις ημέρες” της Στελλίτσας

Stella-Bettermann-7_590

Η ιδέα για τη συγγραφή του βιβλίου «γεννήθηκε» την κατάλληλη στιγμή και σε προσωπικό επίπεδο. “Από τότε που έγινα μητέρα ενδιαφέρομαι περισσότερο για τις ρίζες μου” ομολογεί η Μπέττερμανν, που ταξιδεύει τρεις με τέσσερις φορές τον χρόνο στην Ελλάδα. “Όταν έκατσα στο γραφείο και ξεκίνησα να γράφω, νόμιζα ότι τα είχα όλα ξεχάσει: την αυλή στην οδό Μονεμβασίας, τη μυρωδιά της γιαγιάς μου, τα οικογενειακά τραπέζια και την ‘Κυρία Εβγα’, όπως είχαμε βαφτίσει την ψιλικατζού μας” συνεχίζει “αλλά τελικά δεν ήταν έτσι”. Όπως χαρακτηριστικά λέμε για το… ποδήλατο “με μιας ξεπήδησαν από μέσα μου χιλιάδες μικρές λεπτομέρειες που θεωρούσα ξεχασμένες από καιρό”. Η διαδικασία κράτησε μόλις πέντε μήνες και τελικά ήταν μια «αυτοαποκάλυψη». “Πριν το βιβλίο πολλοί από το περιβάλλον μου αγνοούσαν την ελληνική μου καταγωγή, καθώς έχω γερμανικό επίθετο και τα γερμανικά είναι η μητρική μου γλώσσα”. Με την έκδοση, όμως, του βιβλίου, η Στέλλα έγινε η «Ελληνίδα» τους. Η μητέρα της Μπέττερμανν, 80 ετών σήμερα, διάβασε το βιβλίο. “Ένιωσε πολύ περήφανη, αλλά είχε και τις… ενστάσεις της” ομολογεί η Μπέττερμανν “Στέλλα, χρειαζόταν να αναφέρεις για τις κατσαρίδες στις παλιές μονοκατοικίες;; τι θα σκέφτονται τώρα για τις Ελληνίδες νοικοκυρές οι Γερμανοί;”

Και στο επόμενο βιβλίο της Μπέττερμανν, με τίτλο “Ich mach Party mit Sirtaki: Wie ich in Deutschland meine griechische Würzeln fand” στο επίκεντρο τίθεται εκ νέου η ελληνική ταυτότητα, αλλά αντίστροφα. “Εγγράφηκα σε ένα τμήμα εκμάθησης ελληνικών χορών” εξηγεί η Μπέττερμανν  ”οι ηλικιωμένοι Έλληνες μου έμαθαν τσάμικο και καλαματιανό, ενώ εγώ είχα την ευκαιρία να ανακαλύψω την Ελλάδα του ’70 αλλά και να κρίνω τη σημερινή μέσα από τα δικά τους μάτια”.

Καλλιτεχνική δημιουργία εμπνευσμένη από τα βιώματα της μετανάστευσης

Το βιβλίο της Μπέττερμανν, ουσιαστικά, έρχεται να εμπλουτίσει ένα νέο λογοτεχνικό είδος που ανθεί εδώ και δέκα χρόνια στη Γερμανία. Πρόκειται για τις αναμνήσεις των παιδιών του πρώτου μεταναστευτικού κύματος. Τον «χορό» άνοιξαν οι απόγονοι των Gastarbeiter από την Τουρκία, όπως αντικατοπτρίζεται στις ταινίες του Φατίχ Ακίν, συνεχίστηκε με τους Ιταλούς και την σκυτάλη από ελληνικής πλευράς «έπιασε» η Στέλλα Μπέττερμανν. Ωστόσο, η δική της ιστορία απέχει πολύ από τα ειωθότα. Η μητέρα της Στελλίτσας, τραγουδίστρια όπερας παντρεμένη με Γερμανό, εγκαθίσταται αρχικά στο Μόναχο ως φοιτήτρια. Στα παιδιά της μιλάει γερμανικά και  εντάσσεται συν τω χρόνω στην τοπική κοινωνία. “Ωστόσο και στη δική μου αυτοβιογραφία υπάρχουν τα μοτίβα, κοινά σε όλους του Νοτιοευρωπαίους”  ανταπαντά η κ. Μπέττερμανν  ”το πολυήμερο ταξίδι κάθε καλοκαίρι με το αυτοκίνητο- το ξεχειλίζον δώρα για τους συγγενείς – προς την χώρα καταγωγής”. Συχνό φαινόμενο ήταν οι παππούδες και γιαγιάδες που μετακόμιζαν ‘προσωρινά΄ στη Γερμανία για να βοηθήσουν. Στο βιβλίο της Μπέττερμανν βλέπουμε την Μικρασιάτισσα γιαγιά να αφήνει εν μία νυκτί  στο Μόναχο, μόλις υποψιάζεται ότι υπάρχει ανάγκη. “Όταν μια μέρα η μαμά παραπονέθηκε στη γιαγιά μου για το πόσο κακές ήταν οι νταντάδες στη Γερμανία και πόσο δύσκολο ήταν να βρεις μια πραγματικά καλή, έφτιαξε με μιας η γιαγιά τη βαλίτσα της και μας ήρθε. Έκατσε δύο χρόνια”. Αντίστοιχα, στο αυτοβιογραφικό βιβλίο της δεύτερης γενιάς Τουρκάλας δημοσιογράφου, Iris Alanyali, (Die Blaue Reise- und andere Geschichten aus meiner Deutsch- Türkischen Familie) η γιαγιά μαζί με την αδελφή της μετακομίζουν από την Σμύρνη στην Στουτγάρδη.

gastarbeiter3_590

“Οι αφηγήσεις τέτοιου είδους έχουν γίνει εξαιρετικά δημοφιλείς στη Γερμανία” συμπεραίνει η Μπέττερμανν, “κυκλοφορούν, μάλιστα,  βιβλία από Γερμανούς που ζουν στο εξωτερικό ή που μετακόμισαν σε άλλο κρατίδιο της Γερμανίας, πχ στη Βαυαρία, που περιγράφουν τις δυσκολίες προσαρμογής” σημειώνει η Στέλλα Μπέττερμανν. Το «μοίρασμα» γλυκόπικρων εμπειριών θυμίζει λιγάκι ομαδική ψυχοθεραπεία. “Μοιάζει επιτακτική ανάγκη η αντιμετώπιση παρόμοιων βιωμάτων με χιούμορ και αυτοσαρκασμό, για να συνυπάρχουμε αρμονικά σε μια παγκοσμιοποιημένη κοινωνία” καταλήγει η Μπέττερμανν.

*Το βιβλίο “Ich trink Ouzo, was trinkst du so?” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Bastei Lübbe, αλλά δυστυχώς δεν έχει ακόμα μεταφραστεί στα ελληνικά. «Ξετρύπωσα» το βιβλίο σε ένα βιβλιοπωλείο στα Χανιά πέρυσι το καλοκαίρι.

Share Button