ΔΙΑΛΟΓΟΣ
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ
Χτίζοντας την ειρήνη στην Κύπρο: Η κοινή πορεία Χριστιανών και Μουσουλμάνων
“Η θρησκεία ήταν και εξακολουθεί να είναι θύμα της παρατεταμένης σύγκρουσης.
Για πάρα πολλές δεκαετίες δεν μπορούσαμε να συναντηθούμε,
να ακούσουμε και να κατανοήσουμε ο ένας τον άλλον.”
Μεταφρασμένο απόσπασμα από το “Joint Statement of the Resumption of Peace Talks”
Της Σπυριδούλας Μάρκου
Η Κύπρος στο πέρας των αιώνων έχει γνωρίσει πολλούς κατακτητές (Άραβες, Λατίνοι, Τούρκοι) λόγω της σημαντικής γεωστρατηγικής θέσης που διαθέτει. Η επιρροή των διαφορετικών πολιτισμών είναι έκδηλη σε κάθε γωνιά του νησιού. Παρόλα αυτά, η θρησκευτικότητα των κατοίκων φαίνεται να μην έχει την ίδια ποικιλομορφία. Σταθμός αποτέλεσε η έλευση του χριστιανικού μηνύματος και η παγίωση του δια μέσου των αιώνων.
Σύμφωνα με τα δεδομένα που υπάρχουν στην έκθεση του State Department για τη θρησκευτική ελευθερία στην Κύπρο, η πλειοψηφία των πολιτών που μένουν σε ελληνοκυπριακό έδαφος, 89,1% είναι χριστιανοί ορθόδοξοι. Ακολουθούν οι Καθολικοί με 2,9% και οι Προτεστάντες με 2%. Το 1,8% του πληθυσμού είναι Μουσουλμάνοι. Όσον αφορά την τουρκοκυπριακή πλευρά, το 97% είναι Σουνίτες Μουσουλμάνοι.
Ο κοσμικός ρόλος της Εκκλησίας της Κύπρου
Για να κατανοήσει κάποιος την ρόλο της Εκκλησίας στην Κύπρο θα πρέπει να ανατρέξει στην ιστορία του θεσμού. Το χριστιανικό κήρυγμα κατέφθασε στο νησί πριν από 2.000 χρόνια. Η Εκκλησία της Κύπρου, με ιδρυτή της τον Απόστολο Βαρνάβα, είναι η πρώτη Αυτοκέφαλη Εκκλησία (Τρίτη Οικουμενική Σύνοδος, 431 μ.Χ.) και είναι πρώτη τη τάξη μετά τα Πατριαρχεία. Οι αυξημένες δικαιοδοσίες που κατείχε τα πρώτα χρόνια συνεχίστηκαν να υφίστανται κι επί Οθωμανικής κατοχής. Ανάμεσα στα προνόμια που της έδωσαν οι κατακτητές, ήταν η δικαιοδοσία να συλλέγει τους φόρους των κατοίκων (συμπεριλαμβανομένων και των μουσουλμάνων) αλλά και να έχει απευθείας συνομιλίες με την Πύλη, χωρίς την διαμεσολάβηση του Πατριαρχείου. Επί Αγγλοκρατίας, οι κοσμικές ελευθερίες που κατείχε περιορίστηκαν αισθητά. Την περίοδο αυτή ήταν ανάμεσα σε αυτούς που έλαβαν μέρος στον αγώνα κατά των κατακτητών. Σύμφωνα με τον Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο Β’ κατά τα χρόνια της υποδούλωσης η Εκκλησία “Εθεωρείτο από το ποίμνιο της ως η πραγματική μητέρα αυτού του λαού. Η Εκκλησία ήταν ο επικεφαλής αυτού του λαού και προσπαθούσε να φανεί χρήσιμη σε όλο το φάσμα της ζωής του χριστιανού”.
Ο συγκερασμός της κοσμικής με τη θρησκευτική εξουσία ολοκληρώθηκε κατά το 1960 στο πρόσωπο του Αρχιεπισκόπου Μακάριου. Εκείνη την περίοδο, ανέλαβε πρωταγωνιστικό ρόλο στην προώθηση των ζητημάτων της Κύπρου σε διεθνές επίπεδο με σκοπό την εξεύρεση βοήθειας για την επίλυσή τους.
Η αξιοποίηση διπλωματικών διαύλων για την επίλυση πολιτικών ζητημάτων συνεχίζουν να απασχολούν και τη σημερινή ηγεσία της Εκκλησίας. Όπως χαρακτηριστικά μας είπε ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου, η Εκκλησία συμμετέχει ενεργά στην εύρεση λύσης για την επίλυση του κυπριακού ζητήματος. Τονίζοντας ότι είναι το μόνο πολιτικό θέμα στο οποίο εμπλέκεται ενεργά. Όντας υπέρμαχος της επίλυσης του ζητήματος πιστεύει και διαμυνείει ότι οι Ελληνοκύπριοι με τους Τουρκοκύπριους μπορούν να ζήσουν καλύτερα μαζί. Υπογραμμίζει όμως ότι υπάρχουν ακραίες φωνές που δεν τους αφήνουν να το επιτύχουν. Αυτός είναι και ο λόγος που πιστεύει ότι στην παρούσα φάση η υπάρχουσα κατάσταση είναι η καλύτερη δυνατή “κι αν κάνουμε κάτι και δε σταθεί θα καταρρεύσει”.
Η θρησκεία ως δίαυλος επικοινωνίας
“Το θέμα στην Κύπρο είναι πολιτικό όχι θρησκευτικό” μας ανέφεραν άτομα που ασχολούνται ενεργά με την επίλυση του ζητήματος. Έχοντας αυτό ως έναυσμα, “Το Γραφείο για τον Διάλογο ανάμεσα στους Θρησκευτικούς Ηγέτες της Κύπρου (The Religious Track of the Cyprus Peace Process – RTCYPP), που τελεί υπό την Αιγίδα της Πρεσβείας της Σουηδίας επιθυμεί τη σύγκλιση των θρησκευτικών ηγετών του νησιού. Σύμφωνα με την κ. Eskidjian, εκτελεστική διευθύντρια του RTCYPP, η πρωτοβουλία προωθεί τη συζήτηση κοινωνικών ζητημάτων που δεν αφορούν άμεσα τη θρησκεία αλλά επηρεάζουν την καθημερινότητα των πολιτών. Μετά το πέρας των συζητήσεων οι θρησκευτικοί ηγέτες δημοσιοποιούν κοινές ανακοινώσεις για τα εν λόγω θέματα.
Οι συναντήσεις δεν περιορίζονται σε συζητήσεις και κλειστούς χώρους αλλά δίνουν πνοή σε ιερούς χώρους του νησιού, όπως είναι το Halal Sultan Tekke στη Λάρνακα και το μοναστήρι του Αποστόλου Βαρνάβα στην Αμμόχωστο.
Η επιτυχής πορεία του εγχειρήματος βασίζεται στο κλίμα εμπιστοσύνης που έχει αναπτυχθεί και στη θέληση των θρησκευτικών ηγετών να ξεπεράσουν τα όριά τους για να βρουν κοινούς τόπους σύγκλισης. Όπως μας ανέφερε η κ. Eskidjian “Είχα την ιδέα και την πρωτοβουλία αλλά αν δεν είχε ο Αρχιεπίσκοπος το κουράγιο να επιμείνει σε αυτό, δε θα γινόταν. … Και μετά τέθηκε το θέμα αν ο Μουφτής της Κύπρου θα είχε το κουράγιο να κάνει το ίδιο και να περπατήσουν μαζί. … Ξέρουν ότι είναι διαφορετικοί παίκτες, ξέρουν ότι έχουν διαφορετικές θέσεις αλλά στο τραπέζι των συζητήσεων αυτό δεν είναι σημαντικό. Κάθονται με ισότητα κι αυτή είναι η ομορφιά αυτού του διαλόγου”.
Οι καλές σχέσεις ανάμεσα στους ηγέτες της ορθόδοξης και της μουσουλμανικής κοινότητας επιβεβαιώνονται κι από τα λεγόμενα των δύο εκπροσώπων τους που μας παραχώρησαν συνέντευξη. Τόσο ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Β’ όσο και ο Ιμάμης Shakir Alemdar, αντιπρόσωπος του Μουφτή από το 2011 στην Ελληνοκυπριακή πλευρά, τόνισαν την καλή σχέση που έχουν αναπτύξει μεταξύ τους. “Ο διάλογος που έχουμε είναι ένα καλό παράδειγμα για το πως Μουσουλμάνοι και Χριστιανοί σέβονται ο ένας τον άλλο, μοιράζονται, επισκέπτονται ο ένας τον άλλο” ανέφερε χαρακτηριστικά ο Ιμάμης Shakir. Και οι δύο δήλωσαν ότι τα προβλήματα που δημιουργούνται εντοπίζονται σε πρακτικά θέματα και προέρχονται κυρίως από την κοσμική εξουσία. Τον καταλυτικό ρόλο των πολιτικών στις αποφάσεις που παίρνονται σε θρησκευτικό επίπεδο τόνισε και η εκτελεστική διευθύντρια του RTCYPP.
Μαθήματα γλώσσας
Στο πλαίσιο των πρωτοβουλιών του RTCYPP συγκαταλέγονται και τα μαθήματα ελληνικής και τουρκικής γλώσσας που πραγματοποιούνται μία φορά την εβδομάδα στο Σπίτι της Συνεργασίας. Ο πάτερ Σάββας, ο πάτερ Κυριάκος και ο Ιμάμης Gurhun Ibrahim παρακολουθούν μαθήματα τα τελευταία δύο χρόνια. Οι Ελληνοκύπριοι ιερείς μαθαίνουν την τούρκικη γλώσσα και οι Τουρκοκύπριοι Ιμάμηδες την ελληνική. Είναι χαρούμενοι που μαθαίνουν μία νέα γλώσσα και αστειευόμενοι λένε ότι δεν έχουν χρόνο να κάνουν τις ασκήσεις που έχουν για το σπίτι.
Η σχέση φιλίας που έχουν αναπτύξει ξεπερνάει τα στενά όρια της πράσινης γραμμής. Επισκέπτονται μαζί θρησκευτικούς χώρους, μοιράζονται τα νέα τους. “Μοιραζόμαστε τις ίδιες λέξεις. Κάποιες λέξεις είναι κοινές. Όταν δεν θυμάμαι τη λέξη στα ελληνικά και χρησιμοποιώ την τούρκικη καταλαβαινόμαστε” ανέφερε ο Ιμάμης Gurhun Ibrahim και συνεχίζει “Νιώθουμε οικογένεια εδώ. Ερχόμαστε σε αυτό το μέρος… Ο πατέρ Σάββας ξέρει για τη δουλειά μου, ξέρει για την οικογένεια μου. Ξέρω για την δική του. Μέρα με τη μέρα μαθαίνουμε περισσότερα”. Από την πλευρά του ο πάτερ Σάββας θεωρεί ότι “Είναι συμβολικό αλλά και πολύ σημαντικό γιατί έχουμε ένα μέρος που μπορούμε να συναντιόμαστε και να γνωρίζουμε ο ένας τον άλλον. Αν δεν επικοινωνούμε πως θα ζήσουμε μαζί;”.
Γνωρίζουν δε θα καταφέρουν να μιλήσουν άπταιστα την άλλη γλώσσα, αλλά ξέρουν ότι είναι ένας τρόπος για να έρθουν σε επαφή με τον τρόπο ζωής των κατοίκων στην άλλη πλευρά της πράσινης γραμμής κι αυτό θεωρούν ότι είναι το πιο σημαντικό μάθημα που θα λάβουν. “Ξέρω ότι το να μιλάω αγγλικά είναι διαφορετικό. Όπως επίσης διαφορετικό είναι να μιλάω στα τούρκικα ή να μιλάω στα ελληνικά. Αγγίζει κάτι βαθιά μέσα μου. Μοιραζόμαστε κάτι πολύ μεγαλύτερο. Το βλέπω στο πρόσωπό τους. Όταν ξεκινάμε να μιλάμε ελληνικά. Κάτι αλλάζει. Νιώθουν ότι είμαστε πιο κοντά. Κι εγώ το νιώθω.” μας αναφέρει ο Ιμάμης Gurhun Ibrahim.
Τα βιώματά τους τα μεταλαμπαδεύουν στους πιστούς των ενοριών τους. Σύμφωνα με όσα μας δήλωσε ο πάτερ Κυριάκος και ο πάτερ Σάββας τα συναισθήματα και οι αντιδράσεις των πιστών τους γι’ αυτά τα μαθήματα ποικίλουν. Το παρελθόν και τα βιώματα που έχουν πολλές φορές επηρεάζουν την στάση των πιστών. Παρόλα αυτά και οι τρεις πιστεύουν ότι η πλειοψηφία υποστηρίζουν πρωτοβουλίες σαν αυτή που συμμετέχουν και είναι υπέρ της επικοινωνίας μεταξύ των δύο κοινοτήτων.
Πολίτες και αίσθημα εμπιστοσύνης
Όλα τα χρόνια της κοινής συμβίωσής τους στο νησί χριστιανοί και μουσουλμάνοι γιόρταζαν όλοι μαζί τις μεγάλες θρησκευτικές γιορτές. Είναι μία παράδοση που όπως μας ανέφερε κι ο Ιμάμης Shakir Alemdar ανάγεται στα οθωμανικά χρόνια και συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. “Οι κοινότητες στην Κύπρο είναι ευλογημένες. Οι άνθρωποι είναι ευλογημένοι καθώς έχουν πολιτισμένο τρόπο σκέψης” Ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Β μας είπε: “…χριστιανοί και μουσουλμάνοι επαιρνούσαμε μία χαρά. Επηγαίναμεν εις τις θρησκευτικές τους εορτές, όταν γιόρταζαν το Μπαϊράμη και γενόμεθα μέτοχοι της δικής τους χαράς. Φτάζαμαν μαζί παλιά. Και ερχόντουσαν κι εκείνοι και τα χριστούγεννα και την Ανάσταση και γιορτάζαν τα Χριστούγεννα μαζί μας και εγένοτο κι εκείνοι μέτοχοι της δικής μας της χαράς. Έτσι περνούσαμε με τους Τουρκοκυπρίους” .
Οι δεσμοί εμπιστοσύνης που είχαν αναπτυχθεί μεταξύ των κοινοτήτων τους προηγούμενους αιώνες ήταν η αιτία της κοινής τους ειρηνικής συμβίωσης. Ένα από τα θέματα που ανακύπτουν μετά το 1974 είναι η μη ύπαρξη συλλογικής μνήμης. Έτσι δημιουργείται ένα ακόμη ανάχωμα, καθώς οι πολίτες έχουν οικοδομήσει μία καθημερινότητα η οποία δεν περικλείει την έννοια του άλλου, ιδιαίτερα στις νεότερες γενιές. Το αίσθημα αυτό είναι πιο έντονο όσο απομακρύνεται κάποιος από την πράσινη γραμμή.
Συνέντευξη: Σπυριδούλα Μάρκου, Julia Ruhs. Video editing: Julia Ruhs.
Οι θρησκευτικοί ηγέτες κι όσοι ασχολούνται με την εγκαθίδρυση της ειρήνης βασιζόμενοι σε θέματα θρησκευτικότητας έρχονται αντιμέτωποι με την πρόκληση της μετάδοσης του μηνύματος σε ένα κοινό που δεν πιστεύει στον ίδιο βαθμό και με τον ίδιο τρόπο. Η κ. Eskidjian πιστεύει ότι ο σεβασμός που προσδίδουν οι θρησκευτικοί λειτουργοί στους πολίτες, ακόμη και σε αυτούς που δεν πιστεύουν, μπορεί να συμβάλλει στην οικοδόμηση της εμπιστοσύνης. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι αυτήν την άποψη έχουν και πολίτες που ρωτήθηκαν, οι οποίοι θεωρούν ότι ο λόγος τους αποπνέει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη σε σχέση με αυτή των πολιτικών.
Σε έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί από το RTCYPP αποδείχθηκε ότι μέρος του πληθυσμού (κυρίως οι συντηρητικοί και οι γυναίκες) δεν εμπιστεύονται τη διαδικασία για την οικοδόμηση της ειρήνης γιατί θεωρούν ότι δε λαμβάνουν μέρος στη διαδικασία. Επομένως, ένας ακόμη σημαντικός παράγοντας είναι η εμπιστοσύνη στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις, η οποία θα μπορούσε να ενισχυθεί μέσα από τη διαφάνεια και την επιλογή διαδικασιών που θα ενισχύσουν το αίσθημα της αμεσότητας.
Στη Λευκωσία το τζαμί Ομεριέ βρίσκεται χωροθετικά σχεδόν δίπλα από την Αρχιεπισκοπή. Στη συζήτηση που είχαμε στην πράσινη γραμμή για τη θρησκευτικότητα των χριστιανών ακούγαμε στο βάθος το κάλεσμα του ιμάμη. Συναντήσαμε μία Ελληνοκύπρια στην τουρκοκυπριακή πλευρά η οποία περίμενε τον φίλο της που μένει εκεί. Ακούσαμε έναν ιμάμη να ανταλλάσσει συνταγές με έναν ιερέα. Βιώσαμε την ενότητα του νησιού στην ελληνοκυπριακή πλευρά, στην τουρκοκυπριακή πλευρά και στην πράσινη γραμμή. Τη βιώσαμε συνομιλώντας με ηγέτες κι απλούς ανθρώπους. Γιατί επικεντρωθήκαμε σε αυτά που ενώνουν τους πολίτες. Κι αυτό που τους ενώνει είναι αυτό που την ίδια στιγμή τους χωρίζει, η γη. Από την άλλη ανακαλύψαμε ότι το αίσθημα της εμπιστοσύνης είναι αυτό που μπορεί να καλλιεργήσει το εύφορο έδαφος που απαιτείται για τη συνέχιση του διαλόγου. Οι θρησκείες που απαντώνται στο νησί και η στάση των ηγετών τους έχουν αποδείξει ιστορικά ότι μπορούν να συμβάλλουν προς αυτήν την κατεύθυνση.
Φωτογραφία εξωφύλλου: Η συνέντευξη με τους θρησκευτικούς λειτουργούς που παρακολουθούν τα μαθήματα γλώσσας. Photo credits: RTCYPP