
ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ
Εγκαταλείποντας τη γη της επαγγελίας
Thanasis Tromboukis
Ο Αλή ζούσε στη χώρα μας για σχεδόν μια δεκαετία. Ήρθε με το κύμα οικονομικών μεταναστών από το Πακιστάν με ελπίδες και όνειρα για το μέλλον. Έμαθε την τέχνη του ξυλουργού. Δούλεψε. Έζησε το “ελληνικό όνειρο”.
Ύστερα ήρθε η κρίση. Η δουλειά σταμάτησε. Το ελληνικό όνειρο γκρίζαρε. Στην κοινότητα των Πακιστανών άρχισε να γίνεται λόγος για τον κίνδυνο από τις εθνικιστικές οργανώσεις που κυκλοφορούν σε περιοχές της Αθήνας όπου ζουν μετανάστες, απειλώντας τη σωματική τους ακεραιότητα. Ο Αλή ζούσε στο Περιστέρι. Ένας φίλος του υπήρξε θύμα ρατσιστών. Ένα βράδυ, μεταφέρθηκε αιμόφυρτος στο νοσοκομείο όπου νοσηλεύτηκε για 20 μέρες.
Ο Αλή δεν είχε ούτε λεφτά, ούτε ελευθερία πια. Δεν έβγαινε από το σπίτι του. Δεν μπορούσε να πληρώσει ούτε για τις βασικές του ανάγκες.
Τον συνάντησα έξω από την πρεσβεία του Πακιστάν, με ένα αεροπορικό εισιτήριο στο χέρι. “Αγαπάμε την Ελλάδα. Ξέρουμε ότι δεν φταίνε οι Έλληνες” μου λέει. “Όμως αύριο φεύγω. Γυρίζω πίσω στο Πακιστάν. Εδώ δεν υπάρχει δουλειά”.
Στο αεροδρόμιο με πλησιάζει ένας από τους μετανάστες που επιστρέφουν με τη βοήθεια του Διεθνή Οργανισμού Μετανάστευσης στη χώρα τους. Ήρθε στην Ελλάδα με την ελπίδα να φύγει στην κεντρική Ευρώπη για να φτιάξει τη ζωή του. Ωστόσο, έμεινε “εγκλωβισμένος” στην πρωτεύουσα για περισσότερα από επτά χρόνια. Μου δείχνει ότι αντιλαμβάνεται το πρόβλημα που έχει δημιουργηθεί στην Ελλάδα από τον υπερβολικό αριθμό μεταναστών που έχουν εισέλθει στη χώρα. Αλλά και εκείνος πλήρωσε 4.000 ευρώ προκειμένου να φτάσει παράνομα στην ελληνική επικράτεια. Τώρα επιστρέφει στην πατρίδα του αλλά δεν φαίνεται χαρούμενος γι’ αυτό. “Θα πεις στον Γερμανό φίλο σου να με βοηθήσει να πάω στη Γερμανία να δουλέψω;” θα με ρωτήσει.
Κόμπος. Πώς να αρνηθείς τη βοήθεια σε έναν άνθρωπο, ο οποίος έχει ζωγραφισμένη την αγωνία στο πρόσωπό του; Αγωνία για το μέλλον του σε μια πατρίδα που ίσως έχει πια ξεθωριάσει; Πώς να εξηγήσεις στην Ευρώπη ότι “στην πέτρα δοκιμάζεται το χρυσάφι, αλλά στο χρυσάφι ο άνθρωπος”;