ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ
Αναζητώντας νηφάλια φίλτρα
Diogenis Dimitrakopoulos
Δημοσιογραφικές όψεις της Ελλάδας και της Γερμανίας, μακριά από τα στερεότυπα και τις ακρότητες του μιντιακού λαϊκισμού.
του Διογένη Δημητρακόπουλου και του Μάρκους Φάϊφερ
Αν πιστέψουμε τις λαϊκιστικές εφημερίδες, οι Έλληνες και οι Γερμανοί το τελευταίο διάστημα βρίσκονται σε πορεία διάστασης. Το Φεβρουάριο του 2010 στο εξώφυλλο του γερμανικού περιοδικού Focus παρουσιαζόταν η Αφροδίτη της Μήλου τυλιγμένη με την ελληνική σημαία να προβαίνει σε άσεμνη χειρονομία με ανασηκωμένο το μεσαίο δάχτυλο, συνοδευόμενη με τον τίτλο «Οι απατεώνες στην παγίδα του ευρώ».
Αυτό είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό από τα πολλά κλισέ το οποίο μπορεί να διαβάσει κάποιος στα γερμανικά μέσα από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης. Πεδίο δόξης λαμπρό για τους αναγνώστες της σε αυτό το επίπεδο προσφέρει η σκανδαλοθηρική εφημερίδα Bild, φιλοτεχνώντας το προφίλ των τεμπέληδων Νότιων της Ευρώπης που απομυζούν πόρους από τους πιο συνετούς Γερμανούς για να αποφύγουν την πτώχευση.
Από την άλλη πλευρά, ορισμένα ΜΜΕ στην Ελλάδα αντεπιτέθηκαν συγκρίνοντας την γερμανική πολιτική για την Ευρώπη με την εποχή των Ναζί. Η συντηρητική εφημερίδα «Δημοκρατία» έντυσε την καγκελάριο Αγκελα Μέρκελ με τη στολή της Βερμαχτ και με περιβραχιόνιο με το σήμα της σβάστικας. Ένα ακόμα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η τηλεοπτική εκπομπή του δημοσιογράφου Γιώργου Τράγκα, που ξεκινά με εμβατήρια της Βερμαχτ. Το περιοδικό «Επίκαιρα» πραγματοποίησε μία δημοσκόπηση στην οποία το 1/3 των Ελλήνων συνδέει τη Γερμανία με τις λέξεις «Χίτλερ», «Ναζί» και «Γ΄ Ράιχ».
Βραβείο λαϊκισμού
«Το κλίμα αυτό θα αλλάξει δύσκολα γιατί καλλιεργήθηκε επί αρκετό καιρό και από τις δύο πλευρές και στο σημείο αυτό τα ΜΜΕ έχουν τεράστια ευθύνη. Πιστεύω μάλιστα ότι έχουν μεγαλύτερη ευθύνη από τους πολιτικούς. Δε θέλω να γενικεύσω, αυτό έγινε από συγκεκριμένα μέσα ενημέρωσης, που έπεσαν θύμα ή χρησιμοποίησαν τον λαϊκισμό για να παίξουν πολιτικό παιχνίδι και να αυξήσουν την κυκλοφορία τους. Και εννοώ τα δημοσιεύματα του Focus και την καμπάνια της εφημερίδας ‘Bild’, που βραβεύτηκε ως το ρεπορτάζ της χρονιάς από το ίδρυμα Quandt της BMW, κάτι που βρίσκω πολύ απογοητευτικό» επισημαίνει ο δημοσιογράφος Γιώργος Παππάς, ανταποκριτής της ΕΡΤ στο Βερολίνο και συνεργάτης της εφημερίδας ΤΑ ΝΕΑ, ο οποίος εργάζεται στη Γερμανία από το 1987.
«Από ελληνικής πλευράς πέρα από τα προφανή λαϊκιστικά σχόλια με ανησυχεί ότι η επιχειρηματολογία περί Δ΄ Ράιχ και Γερμανών κατακτητών προέρχεται και από καταξιωμένους σχολιαστές του κεντρώου και αριστερού χώρου» προσθέτει ο κ. Παππάς.
Παρόμοια άποψη έχει και η Γερμανίδα δημοσιογράφος Γιούλια-Αμαλία Χέγιερ, ανταποκρίτρια στην Αθήνα εδώ και ένα χρόνο για το περιοδικό «Spiegel». «Κατηγορίες και λαϊκιστικά σχόλια υπάρχουν και στις δύο πλευρές. Πιστεύω πως στην Ελλάδα η κατάσταση είναι πιο σύνθετη. Γι’ αυτό με εκνευρίζουν πολλά σχόλια από τα γερμανικά μέσα. Μερικοί δημοσιογράφοι και πολιτικοί πράττουν σαν να έχουν κατανοήσει όλη την κατάσταση, ενώ η κατάσταση είναι πολύπλοκη».
Από την πλευρά της, η Κορίνα Γιέσεν, παραγωγός για το γερμανικό κανάλι ZDF και ανταποκρίτρια για διάφορες γερμανικές εφημερίδες, έχει μία οπτική με μεγαλύτερη διάρκεια στο χρόνο: γεννήθηκε στην Ελλάδα και αποφοίτησε από τη Γερμανική σχολή το 1975. Μετά τις σπουδές της στη Γερμανία επέστρεψε ξανά στην Ελλάδα, όπου ζει εδώ και πολλά χρόνια.
Η κ. Γιέσεν εξηγεί πως με την κρίση υπήρξε μία εκ βάθρων αλλαγή στην ελληνική κοινωνία: «Μετα τη εποχή της οικονομικής ευφορίας ήρθε πολύ ξαφνικά και απότομα η δυσάρεστη έκπληξη: η ελεύθερη πτώση στην μαύρη τρύπα της κρίσης. Οι οικονομικές και επιχειρηματικές συνθήκες αλλάξανε, ο τρόπος ζωής των ανθρώπων συνολικά, και ξεκίνησε τα τελευταία τρία χρόνια μία άλλη συζήτηση. Το κρίσιμο ζήτημα που τίθεται είναι ο επανακαθορισμός των αξιών μετά την μεταβατική περίοδο της δεκαετίας του ’80 που οδήγησε σε μία άκρως καταναλωτική κοινωνία».
Κύμα ανταποκριτών
Κάποια χρόνια πριν η κατάσταση στην Ελλάδα δεν έδειχνε ότι η χώρα θα έφτανε στο σημείο που βρίσκεται τώρα. Η ένταξη της Ελλάδας στο ευρώ και η διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων έδειχναν μία χώρα σε ανάπτυξη. Έτσι, πολλοί Γερμανοί ανταποκριτές κάλυπταν τα γεγονότα στην Ελλάδα από απόσταση. Σήμερα, εξαιτίας της κρίσης πολλοί ανταποκριτές έχουν αρχίσει να εργάζονται στην Αθήνα και μάλιστα από τις μεγαλύτερες καθημερινές γερμανικές εφημερίδες (Frankfurter Allgemeine και Süddeutsche Zeitung).
Για τον Πέτερ Νταϊλχάιμερ, ανταποκριτή του γερμανικού κρατικού καναλιού ARD, η εργασία στην Αθήνα αποκτά επηρεάζει την οικογενειακή του ζωή. «Η οικογένεια μου ζει στη Ρώμη. Βλέπω πλέον την οικογένεια μου πάρα πολύ σπάνια. Αυτό είναι ένα πολύ βασικό πρόβλημα. Τα τελευταία τρία χρόνια έζησα τον περισσότερο καιρό στην Αθήνα παρά στη Ρώμη» εξηγεί.
Η ζωή στην Αθήνα κάποιες φορές έχει ευχάριστες ανθρώπινες στιγμές γιαυτόν : «Το Μάρτιο ήμουν στο δρόμο και έπαιρνα μία τηλεφωνική συνέντευξη και ήταν μία αρκετά ζεστή μέρα. Εξαιτίας της κούρασης κάθισα σε μία καρέκλα ενός ταξιδιωτικού γραφείου χωρίς να ρωτήσω. Και αμέσως η υπεύθυνη του γραφείου μου έδωσε απλόχερα ένα ποτήρι νερό». Ήταν μία στιγμή που του έμεινε ως ενδεικτική του ένστικτου φιλοξενίας των Ελλήνων.
Αρχισυνταξία και πραγματικότητα
Οι αρχισυντάκτες των μέσων στη Γερμανία, ωστόσο, ψάχνουν για διαφορετικές εικόνες. Όπως εξηγεί ο κ. Νταϊλχάιμερ: «Υπάρχει μία απληστία για συγκλονιστικές εικόνες. Γίνονται διαδηλώσεις οι οποίες είναι ειρηνικές, αλλά όταν πέσει μία βόμβα μολότωφ, βρίσκομαι σε αντιπαράθεση με τη σύνταξη του δελτίου ειδήσεων. Η σύνταξη επιθυμεί να παρουσιαστούν οι εικόνες των εκρήξεων στην αρχή του ρεπορτάζ, αλλά αυτό διαστρεβλώνει την πραγματικότητα. Γι’ αυτό τοποθετώ τις βίαιες εικόνες στο τέλος του ρεπορτάζ καθώς δεν αποτελούν το κύριο σημείο των διαδηλώσεων αλλά ένα παραλειπόμενο αυτών».
Στη Γερμανία δεν υπάρχει ακόμα η εικόνα των δυσμενών συνθηκών κάτω υπό τις οποίες ζουν οι Έλληνες. Η μεγάλη ανθρωπιστική κρίση στη χώρα δεν έχει παρουσιαστεί επαρκώς στο γερμανικό κοινό. «Παρουσιάζονται κάποιες εικόνες των διαδηλώσεων και των συσσιτίων, αλλά όχι αυτές των ανθρώπων που έχουν πρόβλημα επιβίωσης. Επίσης, δεν είναι γνωστό ότι η ελληνική οικονομία έχει τεράστιο πρόβλημα ρευστότητας» τονίζει η κυρία Γιέσσεν. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα συνάντησε ο κ. Νταϊλχάιμερ και μας το εξιστορεί: «Μία οικογένεια με δύο γονείς άνεργους γύρω στα 40 και μία κόρη τριών ετών, δεν έχει να πληρώσει το νοίκι και τρώει το μεσημεριανό της σε συσσίτιο. Ο πατέρας δεν ξέρει τι να κάνει και μου είπε με νόημα πως ίσως μία μέρα γίνει πρωτοσέλιδο στην εφημερίδα. Προφανώς εννοεί την πιθανότητα να αυτοκτονήσει. Δεν είναι η πρώτη φορά που το ακούω αλλά με ταράζει κάθε φορά».
Εξηγώντας τη Γερμανία στους Έλληνες
«Η κατάσταση είναι πολύ δύσκολη» εκτιμά ο δημοσιογράφος της ελληνικής σύνταξης της Deutsche Welle Σταμάτης Ασημένιος, συνεργάτης της τηλεόρασης του ΣΚΑΙ. «Γίνεται μία ειλικρινής προσπάθεια η Ελλάδα να ξεπεράσει την κρίση και να διασφαλίσει τη χρηματοδότηση της, η κυβέρνηση αυτή χρειάζεται βοήθεια από τους εταίρους της για να επιβιώσει. Τα μέτρα που ζητάει η τρόικα είναι σκληρά, ο ελληνικός λαός υποφέρει και αυτά θα πρέπει να αντισταθμιστούν με κάτι που να δίνει μία πραγματική προοπτική. Ο πολιτικός κόσμος θα πρέπει να υπερβεί το εαυτό του, να τετραγωνίσει τον κύκλο.»
Όπως σημειώνει ο κ. Ασημένιος, «είναι δύσκολη η επικοινωνία με τον ελληνικό λαό. Είναι δύσκολο να επικοινωνήσεις με κάποιον που έχει μόλις χάσει τη δουλειά του, δεν έχει να πληρώσει το νοίκι του, απειλείται με έξωση .Τι θα του πεις αυτού του ανθρώπου;»
Ως δημοσιογράφος στη σύνταξη της Deutsche Welle λαμβάνει μέρος σε αυτού του είδους την επικοινωνία. «Γενικά ένα γερμανικό δημόσιο μέσο ενημέρωσης (όπως και σε όλη την Ευρώπη) διασφαλίζει μια σημαντική ευχέρεια κινήσεων για τη δημοσιογραφική δουλειά. Προσωπικά δεν έχω αισθανθεί να μου επιβάλλεται κάποιος κορσές. Σε ότι αφορά την ελληνογερμανική διάσταση της παραγωγής, η σύνταξη έχει στόχο να προβάλλει την γερμανική οπτική γωνία σε θέματα άμεσου ή έμμεσου ελληνικού ενδιαφέροντος λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις ελληνικές ιδιαιτερότητες. Δεν αρκούμαστε στην αναπαραγωγή μιας επισήμανσης ενός πολιτικού που π.χ. χαρακτηρίζει άκομψα την Ελλάδα, ή που την απειλεί με έξοδο από την Ευρωζώνη. Αισθανόμαστε την υποχρέωση να εξηγήσουμε τα κίνητρα, τις ιδιαίτερες συνθήκες που αντιμετωπίζουν κάποιοι Γερμανοί πολιτικοί ώστε να μη θεωρηθεί ότι συνολικά ο πολιτικό κόσμος της Γερμανίας απειλεί η στέλνει τελεσίγραφα στην Ελλάδα. Βάζουμε τα πράγματα τις πραγματικές τους διαστάσεις, δουλειά μας είναι να εξηγούμε, να διευκρινίζουμε, φωτίζοντας τα γεγονότα.»
Οι αιχμάλωτοι του Γκέρλιτζ
Οι Έλληνες ανταποκριτές έχουν πάντα να διηγηθούν ενδιαφέρουσες ιστορίες. Μια αξιοσημείωτη ιστορία για το βάθος των ελληνογερμανικών σχέσεων μας διηγήθηκε ο Γιώργος Παππάς για τους Έλληνες του Γκέρλιτζ. Στην πόλη αυτή, όπως μας είπε, βρέθηκαν Ελληνες αιχμάλωτοι αξιωματικοί το 1917, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Στο Γκέρλιτζ, όπου παρέμειναν για δυόμισι χρόνια, οι Ελληνες, αν και ζώντας υπό δύσκολες συνθήκες άφησαν ανεξίτηλα ίχνη, έβγαλαν εφημερίδες και είχαν έντονη κοινωνική δραστηριότητα. Μάλιστα η πρώτη ηχογράφηση ρεμπέτικου με συνοδεία μπουζουκιού έγινε εκεί το 1917 και όχι το 1928 στην Αμερική. «Από τότε έως σήμερα, οι σχέσεις έχουν επηρεαστεί, μεταξύ άλλων, από συνεχώς αναδυόμενα κλισέ. Παρ ‘όλα αυτά, ο σύνδεσμος δεν έχει κοπεί. Ακόμα κι αν αυτή τη στιγμή είναι πολλά τα προβλήματα, είμαι αισιόδοξος ότι θα αποκατασταθούν οι καλές σχέσεις. Αλλά αυτό χρειάζεται αρκετό χρόνο..»
Και ο Γιώργος Παππάς ως Έλληνας ανταποκριτής στο Βερολίνο μετέχει σε την προσπάθεια νηφάλιας ανάλυσης, χωρίς ιδεολογικές-λαϊκιστικές παρωπίδες. «Υπάρχει μία δυσκολία για μένα ως ανταποκριτή να παρουσιάσω το ειδησεογραφικό κομμάτι αποστασιοποιημένο από τη χώρα στην οποία εργάζομαι. Οι συνάδελφοι και το κοινό με ταυτίζουν συχνά με τη χώρα στην οποία εργάζομαι. Ο ρόλος ο δικός μου είναι καταρχήν να μεταφέρω την είδηση και σε δεύτερο επίπεδο ο σχολιασμός και η ανάλυση. Γίνεται όμως εύκολα η παρανόηση και ο στιγματισμός».
Οι Έλληνες δημοσιογράφοι στη Γερμανία παρακολουθούν την ελληνική κατάσταση με ιδιαίτερη ανησυχία. Ο κ. Παππάς θεωρεί πως οι εξελίξεις στην Ελλάδα είναι άκρως ανησυχητικές. «Πέρα από την πολιτική και οικονομική διάσταση, ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι η κίνδυνος εσωτερικής κατάρρευσης σε όλα τα επίπεδα και κυρίως σε κοινωνικό επίπεδο. Φοβάμαι ότι βλέπουμε τέτοιου είδους συμπτώματα όπως η είσοδος του φασιστικού κόμματος στην ελληνική Βουλή, που είναι είναι κάτι περισσότερο από κώδωνας κινδύνου».